Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Κινηματογραφικές Βραδιές Βύρωνα: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;», του Ερνστ Λιούμπιτς. Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Οι Κινηματογραφικές Βραδιές του Δήμου Βύρωνα 2024-2025, με τον κύκλο προβολών με τίτλο: «Σκιές και ψίθυροι» - “Κινηματογραφικές ρωγμές στον καθρέφτη της ευτυχίας”, συνεχίζονται με την (προτελευταία) προβολή της ταινίας «Να ζει κανείς ή να μη ζει;», του Γερμανού (μετέπειτα πολιτογραφημένου Αμερικανού) σκηνοθέτη Ερνστ Λούμπιτς, που προβάλλεται την Παρασκευή 4 Απριλίου 2025 και ώρα 8 μ.μ., στον  Δημοτικό κινηματογράφο «Νέα Ελβετία», Νέας Ελβετίας 34 & Σεβαστείας, με  Είσοδο Ελεύθερη.

Μετά την προβολή θα ακολουθήσει συζήτηση με τον Στάθη Βαλούκο, συγγραφέα-σεναριογράφο.

«Να ζει κανείς ή να μη ζει;»

  • Σκηνοθεσία: Ερνστ Λούμπιτς
  • Σενάριο: Μέλχιορ Λένγκιελ, Εντουιν Ζούστους Μάγιερ, Ερνστ Λούμπιτς
  • Φωτογραφία: Ρούντολφ Ματέ
  • Μοντάζ: Ντόροθι Σπένσερ
  • Μουσική: Βέρνερ Ρ. Χέιμαν
  • Πρωταγωνιστούν: Κάρολ Λομπάρντ, Τζακ Μπένι, Ρόμπερτ Στακ
  • Διάρκεια: 99 λεπτά
  • Αμερικάνικη ταινία σε παραγωγή: Ερνστ Λούμπιτς

Μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες του Ερνστ Λούμπιτς είναι: Ερωτική Παρέλαση (The Love Parade, 1930), Φασαρία στον παράδεισο (Trouble in paradise, 1932), Ερωτικές καντρίλιες (Design for loving, 1933), Νινότσκα (Ninotchka, 1939), Να ζει κανείς ή να μη ζει (To Be or Not to Be, 1942) και Ο ουρανός ας περιμένει (Heaven Can Wait, 1943). Ο σκηνοθέτης προτάθηκε τρεις φορές για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και το 1947 του απονεμήθηκε Τιμητικό Όσκαρ.

Το 1996 η ταινία «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» επιλέχθηκε να φυλαχτεί για διατήρηση στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, με αιτιολόγηση πως είναι πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική, ενώ το 2000 το Ινστιτούτο Αμερικανικού Κινηματογράφου την κατέταξε στη λίστα με τις 50 καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών.

Η ταινία προβλήθηκε στους κινηματογράφους δυο μήνες μετά το θάνατο της 33χρονης πρωταγωνίστριας (και συζύγου του ηθοποιού Κλαρκ Γκέιμπλ) Κάρολ Λόμπαρντ σε αεροπορικό δυστύχημα. Η Κάρολ Λόμπαρντ (Carol Lombard, 6 Οκτωβρίου 1908 - 16 Ιανουαρίου 1942) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου γνωστή για το ταλέντο της ως κομεντιέν που ξεδίπλωσε σε μια σειρά από κλασικές ταινίες των δεκαετιών του 1930 και του 1940. Υπήρξε η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του Χόλιγουντ κατά τη δεκαετία του 1930. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει 23η στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.


Κριτική από τον Μανώλη Κρανάκη στο FLIX:

Σε ένα θέατρο της Βαρσοβίας, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Ναζί εισβάλλουν και καταστρέψουν την πόλη, ένας νεαρός πιλότος σηκώνεται και φεύγει από την πλατεία κάθε βράδυ που ο διάσημος Πολωνός ηθοποιός Τζον Τούρα ως Αμλετ είναι έτοιμος να διαπρέψει στον πιο διάσημο μονόλογο της ιστορίας του θεάτρου: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;».

Το έργο είναι η ναζιστική κατοχή, το σκηνικό η βομβαρδισμένη Βαρσοβία και οι ηθοποιοί είναι οι άνθρωποι - από τη μία πλευρά οι ταλαντούχοι, όσοι θα παραμερίσουν (για λίγο) την ασημαντότητα των ματαιόδοξων προσωπικών τους φιλοδοξιών και ερωτικών περιπετειών και θα γίνουν ήρωες και από την άλλη οι ατάλαντοι, αυτοί που θα συνεχίσουν, δυστυχώς, να πρωταγωνιστούν σε κάθε εποχή ερήμην την «Ιστορίας» τους, προκαλώντας πικρό γέλιο με τη φρίκη που υπηρετούν.

Όσο η δράση κορυφώνεται (και σε καθαρόαιμη αγωνία που συμπορεύεται με την κωμωδία), ο Λιούμπιτς αφήνει την πλοκή να αρθρώσει το ηχηρό (και από τα γέλια φυσικά) αντιφασιστικό της μήνυμα και ανεπαίσθητα, σχεδόν χωρίς να χρειαστεί να υπογραμμίσει κάτι περισσότερο από την αυταπόδεικτη αλληγορική δύναμη της εικόνας (όταν αυτή πέφτει στα χέρια των σπουδαίων δημιουργών), πλέκει το δικό του εγκώμιο στους ανθρώπους της Τέχνης, κυρίως σε όσους η πραγματική ζωή έδωσε την ευκαιρία να παίξουν το ρόλο που κανένας σκηνοθέτης δεν τόλμησε να τους δώσει ποτέ.

Μια τολμηρή, αναιδής κινηματογραφική πράξη που περιφρονεί κάθε γνωστό (γραπτό ή άγραφο) κανόνα πολιτικής ορθότητας (με όρους που σήμερα θα κοβόταν ήδη από τη σύνοψη του αριστουργηματικού σεναρίου της - σε ιστορία του Μέλκιορ Λένγκιελ και τον ίδιο τον Λιούμπιτς συνσεναριογράφο μαζί με τον Εντουιν Τζούστους Μάγιερ), προκειμένου να βγάλει γλώσσα (και σταδιακά και νύχια και δόντια και μουστάκια…) απέναντι σε ένα ολόκληρο καθεστώς, αντιμετωπίζοντας με «επαναστατική» ελαφρότητα κάτι τόσο σοβαρό όσο τον ίδιο το τέρας του Ναζισμού.

Όσο φυσικό κι αν το κάνει να μοιάζει το διάσημο «άγγιγμα του Λιούμπιτς» (όπως έμεινε γνωστή η μοναδική ικανότητα του Γερμανού - πολιτογραφημένου στο Χόλιγουντ - σκηνοθέτη να χειρίζεται τους κώδικες της κωμωδίας με ένα σχεδόν άχρονο, αδιάψευστα κουρδισμένο, κομψό όσο δεν ξανάγινε ποτέ timing), δεν μπορείς παρά να σταθείς με δέος απέναντι στον τρόπο με τον οποίο η διαδοχή των καταστάσεων στο «Να Ζει Κανείς ή Να Μη Ζει;» είναι χρονισμένη πάνω στη λογική μιας μεγάλης θεατρικής παράστασης.

Και μαζί, ένα εγκώμιο στη μεγάλη δύναμη της ίδιας της Τέχνης να θέτει τα πιο υπαρξιακά ερωτήματα και - όταν καταφέρνει να γίνει σπουδαία, διαχρονική, απαραίτητη για τη σωτηρία της ψυχής και ίσως και του κόσμου όλου, όπως συμβαίνει με αυτήν εδώ την ταινία - να τα απαντάει. https://flix.gr/cinema/to-be-or-not-to-be-review.html

Βύρωνας, η πόλη μας (4 Απριλίου 2025)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου