Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάμε Θέατρο;. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάμε Θέατρο;. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Η θεατρική παράσταση "Κραυγές" την Κυριακή 3 Μαρτίου στο Δημοτικό Κινηματογράφο “Νέα Ελβετία”

Ο Δήμος Βύρωνα
τιμά την Παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας
με την θεατρική παράσταση "Κραυγές"

Την Κυριακή 3 Μαρτίου 2024 στις 8.00 μ.μ. στο Δημοτικό Κινηματογράφο “Νέα Ελβετία” (Νέας Ελβετίας 34 & Σεβαστείας), παρουσιάζεται η παράσταση "Κραυγές" των Γιώργο Βούλγαρη - Γιάννη Μακρυνόρη.
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό

Ο Δήμος Βύρωνα τιμά την Παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας (8/3) παρουσιάζοντας ένα έργο φόρο τιμής στην γυναίκα - θύμα της έμφυλης βίας σκηνοθετημένο με κινηματογραφική αισθητική.
Μια θεατρική παράσταση - σταθμός στο είδος του documentary performance act.

Η έμφυλη βία, ένα έγκλημα χωρίς διακρίσεις που συχνά μένει ατιμώρητο ή τιμωρείται με μειωμένες ποινές που αφορά στην κακοποίηση ψυχών και σωμάτων με τα σημάδια να διαρκούν καμιά φορά όσο και η ίδια η ζωή. Πάντα, όμως, στη μέση υπάρχει ο πατέρας, ο σύντροφος, ο σύζυγος, το αφεντικό και όλοι αυτοί που εκκολάπτει η πατριαρχική κοινωνία και τα πρότυπά της.
Η παράσταση είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 16 ετών.

 
Σκηνοθεσία: Γιώργος Βούλγαρης – Γιάννης Μακρυνόρης
Κείμενο: Γιώργος Βούλγαρης – Γιάννης Μακρυνόρης
Πρωτότυπη Μουσική: Nighthunter
Σχεδιασμός Φωτισμών: Gι.Vi.
Ήχος: Γιάννης Μακρυνόρης
Κινησιολογία: Γιώργος Βούλγαρης
Ενδυματολογία-Σκηνικά Props: YAZZ, Φωτεινή Σιούτη, Γιώργος Βούλγαρης, Γιάννης Μακρυνόρης
Χειρισμός Φωτισμού: Γιώργος Βούλγαρης Φωτογραφίες
Κάμερα & Interval Video: Γιώργος Ευαγγελόπουλος
Visual Effects, Trailer, Σχεδιασμός Αφίσας & Προγράμματος: Γιάννης Μακρυνόρης
Παραγωγή: The Shapes
Διάρκεια παράστασης: 50' χωρίς διάλειμμα


Πηγή: Ιστοσελίδα Δήμου Βύρωνα https://www.dimosbyrona.gr/article.php?id=12185

Βύρωνας, η πόλη μας

Μικρή Σκηνή 2024 - Σάββατο 2 Μαρτίου: «Δυο τρελοί τρελοί Αποκριάτικοι πιγκουίνοι!!» & Κυριακή 3 Μαρτίου: «Ο γαϊγλάρος»


Μικρή Σκηνή 2024 - Σάββατο 2 & Κυριακή 3 Μαρτίου

Συνεχίζοντας και αυτό το Σαββατοκύριακο την "Μικρή Σκηνή", ο Δήμος Βύρωνα παρουσιάζει, στην αίθουσα του Δημοτικού Κινηματογράφου "Νέα Ελβετία" (Νέας Ελβετίας 34 & Σεβαστείας) και με είσοδο ελεύθερη για το κοινό: 

Α] Το Σάββατο 2  Μαρτίου, ώρα 6.00 μ.μ. την παράσταση «Δυο τρελοί τρελοί Αποκριάτικοι πιγκουίνοι!!»

O Γιακουμής και ο Θεοδόσης είναι δυο πιγκουίνοι που λατρεύουν να γλεντάνε τις Απόκριες. Φέτος, όμως, ο Γιακουμής έχει ένα τρομερό συνάχι. Ο Θεοδόσης μεταμφιεσμένος σε γιατρό του Βασιλιά προσπαθεί μάταια να τον θεραπεύσει με τους βοηθούς του που είναι τα παιδιά του κοινού. Μόνο με το μαγικό μαντζούνι από την Ταταρία θα γίνει καλά προκειμένου να μπορέσει να τραγουδήσει. Ξεκινούν, λοιπόν, όλοι μαζί για τη μακρινή αυτή χώρα.

Στο δρόμο θα πρέπει να μεταμφιέζονται ώστε να ξεγελάσουν τους φρουρούς στα σύνορα της Ταταρίας. Ντυμένοι αποκριάτικα, ηθοποιοί και κοινό, κάνουν ένα ταξίδι σε μέρη μακρινά και πολύ κωμικά μέσα από το τραγούδι, το χορό και τη χαρά, ενθαρρύνοντας τα παιδιά να διασκεδάσουν με τις γκάφες τους.

Διάρκεια  παράστασης: 60'
Σκηνοθεσία: Νίκος Καμτσής
Σκηνικό/κοστούμια: Μίκα Πανάγου
Πρωτότυπη μουσική: Χρήστος Ξενάκης
Παίζουν, xoρεύουν, τραγουδoύν (με αλφαβητική σειρά) οι ηθοποιοί: Κωνσταντίνα Δημητρίου, Μαγδαλένα Κεραμάρη και…όλα τα παιδιά του κοινού!
Θέατρο ΑΕΡΟΠΛΟΙΟ ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ

και

Β] Την Κυριακή 3 Μαρτίου, ώρα 12.00 μ.μ. η αυλαία της “Μικρής Σκηνής” πέφτει με την παράσταση «Ο γαϊγλάρος»

Η παράσταση είναι ένα νέο παραμύθι που δανείζεται δραματικά στοιχεία και ήρωες από τρεις διαφορετικές ιστορίες - Το ασχημόπαπο, τον Γλάρο Ιωνάθαν Λίβινκγστον και τη Φάρμα των Ζώων.

Ο Ντάρυ, ο μικρός γλάρος,  μόνος σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον και μέσα από διάφορες περιπέτειες καταφέρνει μεγαλώνοντας να εξερευνήσει και να ανακαλύψει τις δυνατότητες του βασιζόμενος στα δικά του φτερά.

Χειροποίητες κούκλες διαφόρων μεγεθών, πρωτότυπη μουσική και φωτισμοί μας προσκαλούν σε μαγικές "πτήσεις".

Διάρκεια παράστασης: 45'
Σενάριο: Κική Μαλτσάκη, Ειρήνη Μάστορα, Κώστας Μακρής
Σκηνοθεσία: Fransisco Brito, Ειρήνη Μάστορα, Κική Μαλτσάκη
Κατασκευές/εμψύχωση: Ειρήνη Μάστορα, Κική Μαλτσάκη
Πρωτότυπη μουσική: Αλέξης Γραμματικός, Φωτεινή Τσακνάκη, Background Projection
Φωτισμοί: Ελίνα Σφουντούρη
Φωτογραφία: Κώστας Κωστόπουλος
Βίντεο: Άλκηστη Μουτάφη
Παραγωγή: ΜπαGάζια ΑΜΚΕ
ΟΜΑΔΑ ΚΟΥΚΛΟΘΕΑΤΡΟΥ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΦΙ

Πηγή: Ιστοσελίδα του Δήμου Βύρωνα https://www.dimosbyrona.gr/article.php?id=12194

Βύρωνας, η πόλη μας

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

"Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα" από την θεατρική Ομάδα Θ’εραστές -16 & 17 Φεβρουαρίου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΝΤΑ ΑΛΜΠΑ 

Την  Παρασκευή 16  και το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024 στις 9.00 μ.μ. στoν Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία», η θεατρική Ομάδα Θ’εραστές παρουσιάζει την παράσταση “Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα” σε σκηνοθεσία Μάριου Μακρόπουλου.


Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (ισπανικά: La Casa de Bernarda Alba. Drama de mujeres en los pueblos de España) είναι θεατρικό έργο του Ισπανού συγγραφέα και ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Λόρκα το 1936, λίγο πριν τη δολοφονία του, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945. Μαζί με τη "Γέρμα" και το "Ματωμένο Γάμο" αποτελούν την τριλογία της "ισπανικής υπαίθρου" του συγγραφέα.

Το έργο περιγράφει τα γεγονότα κατά την περίοδο πένθους σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία, όπου η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα έχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις κόρες της Αγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο και Αδέλα. Στο σπίτι ζουν επίσης η Πόνθια, η οικονόμος, κι η Μαρία Χοσέφα, μητέρα της Μπερνάρντα. Στο έργο δεν εμφανίζεται επί σκηνής κανένας ανδρικός χαρακτήρας. Ακόμα κι ο Πέπε Ρομάνο, το αντικείμενο του πόθου για τις κόρες της Μπερνάρντα και μνηστήρας της Αγκούστιας, δεν εμφανίζεται ποτέ.

Το έργο επικεντρώνεται στα ζητήματα της καταπίεσης, του συμβιβασμού και του πάθους και την επιρροή των ανδρών στις γυναίκες. Η τυραννία της Μπερνάρντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει την επιβολή του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία, του οποίου το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 18 Ιουλίου 1936, λίγο μετά την ολοκλήρωση του έργου του Λόρκα.

Η παράσταση ανέβηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1954 με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και μετάφραση Νίκου Γκάτσου.

ΟΜΑΔΑ Θ’ΕΡΑΣΤΕΣ

Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά): Ελένη Δημητριάδου, Κατερίνα Ζαχαροπούλου, Ιωάννα Μπελιά, Κατερίνα Μπελιά, Ελένη Μπίτα, Ηρώ Παρδαβέλλα, Καλλιρρόη Παχή, Ηλέκτρα Χρηστίδη, Θάλεια Ψευτογιάννη

Σκηνοθεσία: Μάριος Μακρόπουλος
Σκηνικά - Κοστούμια: Ηρώ Παρδαβέλλα
Πρωτότυπη μουσική: Κατερίνα Ζαχαροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνα Τσουκανά

Φωτογραφίες: Κυριακή Γενάρη
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.

Πηγή: Ιστοσελίδα Δήμου Βύρωνα εδώ: και Βικιπαίδεια εδώ:

Βύρωνας, η πόλη μας
12 Φεβρουαρίου 2024

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Πάμε Θέατρο; "12 ένορκοι", από το Α΄ Θεατρικό Εργαστήρι Ενηλίκων του Δήμου Βριλησσίων

Το Α΄ Θεατρικό Εργαστήρι Ενηλίκων του Δήμου Βριλησσίων, παρουσιάζει σήμερα, Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024 και ώρα 8.00 μ.μ., στον Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία» τη θεατρική παράσταση «12 Ένορκοι», σε σκηνοθεσία Τώνιας Σταυροπούλου.

Ουσιαστικά πρόκειται για τη θεατρική διασκευή της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας του 1957 “12 Angry Men”, σε σκηνοθεσία Σίντεϊ Λουμέτ, με πρωταγωνιστή τον εξαίρετο ηθοποιό Χένρι Φόντα. Το σενάριο της ταινίας εκείνης ήταν προσαρμογή για τον κινηματογράφο, του ομώνυμου τηλεοπτικού σεναρίου του Ρέτζιναλντ Ρόουζ, που είχε προβληθεί από το τηλεοπτικό κανάλι CBS ζωντανά, σε ωριαίο επεισόδιο, τον Σεπτέμβριο του 1954.

Είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα δικαστικά δράματα όλων των εποχών γεμάτο εκπλήξεις και ανατροπές που το παρακολουθείς με μεγάλο ενδιαφέρον μέχρι το τελευταίο λεπτό. Η υπόθεση επικεντρώνεται στη διαδικασία της λήψης της τελικής (αθωωτικής ή καταδικαστικής) απόφασης του σώματος των ενόρκων, σε μια δίκη για φόνο εκ προμελέτης.

Διασκευή κειμένου: Βασίλης Παπαπέτρου - Τώνια Σταυροπούλου
Σκηνικά- χορογραφίες: Μαργαρίτα Πέτροβα
Μουσική: Νίκος Βασιάδης
Στίχοι: Αντώνης Παπαϊωάννου
Συντονισμός ήχου - φώτων: Εύα Αρβανίτη, Μαίρη Χατζή

Εμφανίζονται οι ηθοποιοί: Δόξα Γκλαβά, Κρυσταλλία Ζωή, Μαρία Φυρογένη, Θοδωρής Σκληρός, Κατερίνα Σταθάτου, Άννα Αλεξανδράκη, Λιάνα Τζερέτα, Γιάννης Μπάϊλας, Αλέξανδρος Γεωργίου, Πόπη Μαυράκη, Γιάννης Κανιάρης, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Κώστας Τσιαπαρίκος

Χορός: Έφη Καλαμπόκα, Ντόρα Φαρμάκη, Μαίρη Τσίφτη, Δήμητρα Χίου, Αλεξάνδρα Παπαδήμα, Κρυσταλλία Ζωή.

Είσοδος ελεύθερη.

Φωτογραφία από την αμερικάνικη ταινία του 1957 


Η ταινία δεν έμπλεκε με την πολιτική, δεν προσπαθούσε να βάλει φιλοσοφικά ζητήματα. Περιοριζόταν στο αστυνομικό παιχνίδι και τελείωνε! 

Σε αντίθεση ο Ρώσος ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Νικήτα Σεργκέγεβιτς Μιχαλκόφ, στη δική του μεταφορά της υπόθεσης στην οθόνη, το 2007, με τον τίτλο "12", σχεδόν αδιαφόρησε για τα παραπάνω και πολιτικοποίησε την ιστορία. Έβαλε μέσα το ζήτημα της Τσετσενίας, σχολίασε, με μεροληπτικό και άδικο τρόπο, το πολύ πρόσφατο παρελθόν της Ρωσίας, μίλησε, με πολύ συναισθηματισμό και ελάχιστη λογική, για τη ρώσικη ψυχή και για την αυτοθυσία των Ρώσων, είπε, τέλος πάντων, τη γνώμη του για πολλά πολιτικά και φιλοσοφικά ζητήματα.


Βύρωνας, η πόλη μας

14 Ιανουαρίου 2024

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

«Περιμένοντας τον Γκοντό» Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου στο 2ο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Δήμου Βύρωνα

Στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου του Δήμου Βύρωνα το οποίο πραγματοποιείται από τις 27/1/2020 έως τις 18/3/2020, θα παρουσιαστεί από τη Θεατρική Ομάδα Εκπαιδευτικών Δήμου Βύρωνα το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020, στον Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία» (Ν. Ελβετίας 34 & Σεβαστείας) και ώρα 20.00. Η είσοδος είναι ελεύθερη. 


Κοινωνική προσφορά
Συγκεντρώνονται τρόφιμα μακράς διάρκειας για την ενίσχυση του Δικτύου Αλληλεγγύης κατά την διάρκεια της παράστασης στον Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία».

  

Ίσως το πιο γνωστό θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν συναντιούνται κοντά σε ένα δέντρο. Ο Πότζο πηγαίνει στην αγορά να πουλήσει τον Λάκι, που είναι δούλος του. Οι ώρες περνούν. Είναι ατέλειωτες. Οι ήρωές μας είναι αναγκασμένοι να τις σκοτώνουν με διάφορα καμώματα. Κάποιες φορές για να βρουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Κάποιες άλλες για να μη χάσουν τα λογικά τους. Ένα όμως είναι ξεκάθαρο. Μέσα στην απέραντη σύγχυση περιμένουν τον Γκοντό ή το σκοτάδι. Ποιος όμως είναι ο Γκοντό; Πότε θα έρθει; 

Σημείωση blog: [Το να ρωτήσουμε ποιος ή τι είναι ο αναμενόμενος Γκοντό δεν έχει κανένα νόημα. Ο Γκοντό δεν είναι τίποτα άλλο από το όνομα του γεγονότος ότι η ζωή που συνεχίζεται άσκοπα παρερμηνεύει την παρουσία της σαν "αναμονή" ή "περιμένοντας κάτι". Η θετική στάση των δύο προσώπων, του Εστραγκόν και του Βλαδίμηρου, αποτελεί, τελικά, μια διπλή άρνηση: πρόκειται για την ανικανότητα να αναγνωρίσουν τη δίχως νόημα θέση τους. Μάλιστα, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος έχει πει πως δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο Γκοντό, όσο το "Περιμένοντας". (Gunther Anders) / ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ]
 
Σκηνοθεσία: Χάρης Αρώνης 
Απόδοση - Διασκευή: Χάρης Αρώνης, Γιώργος Γιώτης
Φωτογραφίες: Έβελυν Κλάριτς
Μουσική επιμέλεια: Tatiana Yuferova
Φωτισμοί: Πάρης Γεωργούλας 

Διανομή (κατά σειρά εμφάνισης) 
Εστραγκόν: Γιάννης Ζαφειρόπουλος 
Βλαδίμηρος: Γιώργος Γιώτης 
Πότζο: Χριστίνα Σκοπλάκη 
Λάκι: Έβελυν Κλάριτς 
Παιδί: Μαρία Κανέλλου




Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Δήμου, δείτε ΕΔΩ.



 "Περιμένοντας τον Γκοντό": Μια φαινομενολογική ανάγνωση
Γράφει η Τόνια Τσαμούρη // *



Ο Βλαντιμίρ (Ντίντι) και ο Εστραγκόν (Γκόγκο), ρακένδυτοι στη μέση του πουθενά περιμένουν κάποιον Γκοντό να τους σώσει. Δεν είναι μόνοι τους, κάποιο αντίστοιχο δίδυμο σε ένα παράλληλο σύμπαν πράττει αναλόγως. Πεινούν, στρουθοκαμηλίζουν, ματαιοπονούν, αναγνωρίζουν την αδικία όταν συναντούν τον Πότζο και τον δούλο του Λάκι, όμως απαθώς σχεδόν δεν αντιδρούν καθόλου. Πόσο να ανακατευτούν πια σε κάτι που δεν τους αφορά; Η λύση για όλα είναι ο Γκοντό.

Ο Μπέκετ προφανώς και καταπιάνεται μεταξύ άλλων με το «χάρισμά» μας να βαλτώνουμε στην όποια καθημερινότητα, να νίπτουμε τας χείρας μας για ό,τι μας συμβαίνει και να μην παίρνουμε την πρωτοβουλία να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, ακόμα κι αν οι μοναδικοί υπαίτιοί τους είμαστε εμείς. Ένα αόρατο μαγικό χέρι θα σώσει τους ήρωες από αυτήν την κατάσταση που έχει ριζώσει όσο και το δέντρο γύρω από το οποίο τον περιμένουν καρτερικά. Παρόλο που ο Μπέκετ έχει διαψεύσει το ενδεχόμενο το όνομα Γκοντό να προέρχεται από το God (αγγλιστί θεός) και την κατάληξη -ot που έχουν αρκετά γαλλικά ονόματα, η αλήθεια είναι πως δεν πείθει ιδιαίτερα ότι δεν υπάρχει συσχετισμός.

Ο Σάμιουελ Μπέκετ έγραψε το "Περιμένοντας τον Γκοντό" αρχικά στα Γαλλικά, γιατί "στα Γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος" (Έσσλιν, 119), καθώς δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Το έργο γράφτηκε στο διάστημα από τον Οκτώβριο του 1948 έως και τον Ιανουάριο του 1949.  
Η υπόθεση του έργου είναι απλή και βασίζεται σε μια δραματουργική συνθήκη που στο θέατρο προϋπήρχε επί χρόνια: συγκεκριμένα, δυο πρόσωπα εμφανίζονται επί σκηνής περιμένοντας κάποιον ή κάτι. Εν προκειμένω, στο έργο του Μπέκετ εμφανίζονται δυο άνδρες (ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν ή αλλιώς ο Ντιντί και ο Γκογκό) που περιμένουν κάποιον, ονόματι Γκοντό. Στα περισσότερα ανάλογα έργα, όπου δηλαδή υπάρχει αναμονή για τους θεατρικούς ήρωες, στο τέλος κάποιος εμφανίζεται ή κάτι γίνεται με αποτέλεσμα να υπάρχει μια εξέλιξη ή μια ανατροπή στην υπόθεση. Αντιθέτως, στο έργο του Μπέκετ στο τέλος δεν συμβαίνει κάτι, ούτε εμφανίζεται κάποιος. Ή μάλλον για να ακριβολογήσω, δεν εμφανίζεται κάποιος με το όνομα Γκοντό. Επίσης όμως δεν συμβαίνει κάποια ανατροπή, ούτε υπάρχει κάποια εξέλιξη. Ή μάλλον δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη που θα περίμεναν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν. Γιατί αντιθέτως, ενόσω ο Ντιντί και ο Γκογκό περιμένουν τον Γκοντό, εμφανίζονται δυο άλλοι άνδρες (ο Πότζο και ο Λάκι) που φεύγουν και αργότερα ξαναεμφανίζονται. Επίσης, στο τέλος της Πρώτης Πράξης έρχεται ένα μικρό Αγόρι, που φεύγει αλλά θα ξαναέρθει λίγο αργότερα. Συνεπώς, το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο στο οποίο υπάρχει εξέλιξη. Δεν πρόκειται όμως για την εξέλιξη που μας έχει προετοιμάσει δραματουργικά το έργο, δηλαδή για την εμφάνιση του Γκοντό.

Το ακατανόητο συνεπώς, για την εποχή του, θέμα και τέλος του έργου οδήγησε θεωρητικούς και πρακτικούς του θεάτρου στην προσπάθεια κατανόησης του κειμένου. Ως συνέπεια, προέκυψαν ποικίλες αναλύσεις και αναγνώσεις του έργου. Ενδεικτικά, θα αναφερθώ σε κάποιες από αυτές, όπως όσες προσπάθησαν να βρουν βιογραφικές παραλληλίες με το κείμενο του Μπέκετ. Συγκεκριμένα, κάποιες αναλύσεις συνέδεσαν τους δύο πρωταγωνιστές με την Ιρλανδική καταγωγή του συγγραφέα. Έτσι, θεώρησαν ότι ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν κατάγονται από τους Ιρλανδούς πένητες και αλήτες (tramps) του μεσοπολέμου και των αρχών του 20ού αιώνα. Υπήρξαν επίσης αναλύσεις που συνδέουν το έργο με τον αντισημιτισμό, καθώς μάλιστα σε μια από τις πρώτες γραφές του κειμένου είχε δοθεί στον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών το όνομα Λεβί. Άλλες πάλι προσεγγίσεις συνδέουν το έργο με φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες εστιάζοντας τόσο στο λογοπαίγνιο της λέξης God-ot, όσο και σε αναφορές μέσα στο κείμενο (π.χ. υπάρχουν αναφορές στους δύο κλέφτες που κρεμάστηκαν μαζί με τον Σωτήρα τους, στη Βίβλο, στον Θεό, στους Ευαγγελιστές, στον Αδάμ κα).

Όταν ωστόσο ρωτήθηκε ο Μπέκετ τί ήταν ο Γκοντό ή τι ήθελε να πει, απάντησε ότι "Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο" (Έσσλιν, 123). Σύμφωνα με τον επίσημο βιογράφο του, James Knowlson, ο Μπέκετ παραδέχτηκε ότι ως πρώτη έμπνευση για το Περιμένοντας τον Γκοντό υπήρξε μια εικόνα που είχε στο μυαλό του από έναν πίνακα του Γερμανού Ρομαντικού ζωγράφου Caspar David Friedrich, με τίτλο “Man and Woman Observing the Moon”.

 
Στον πίνακα αυτό, απεικονίζονται δυο φιγούρες στη μέση του πουθενά, δίπλα σε ένα γέρικο και ξερό δέντρο να παρατηρούν το φεγγάρι. Ωστόσο, πέραν του πρώτου αυτού οπτικού ερεθίσματος που λειτούργησε ως σημείο εκκίνησης, το Περιμένοντας τον Γκοντό εμπεριέχει τα διαβάσματα, τα ακούσματα και τις εμπειρίες του συγγραφέα. Μια τέτοια εμπειρία που σίγουρα σημάδεψε τον Μπέκετ ήταν ο Παγκόσμιος Πόλεμος που βίωσε και κατά τη διάρκεια του οποίου βρέθηκε στη Γαλλική Αντίσταση. Την ίδια περίοδο επίσης αντιμετώπιζε την ασθένεια της μητέρας του, Μέι, γεγονός που του δημιουργούσε έντονα συναισθήματα. Με τη μητέρα του είχε μια πολύ ιδιόρρυθμη, αλλά και εξαιρετικά στενή σχέση (η Μέι Μπέκετ πέθανε τον Αύγουστο του 1950), ενώ ο θάνατός της βύθισε τον συγγραφέα σε κατάθλιψη.

Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο που περικλείει το χρόνο και αγκαλιάζει τη σιωπή. Στο έργο αυτό, οι ήρωες προσπαθούν να ροκανίσουν το χρόνο μέχρι να ξεκινήσει αυτό που πιστεύουν ότι είναι η αληθινή τους ζωή και πιστεύουν ότι θα σηματοδοτηθεί με την έλευση του Γκοντό. Προκειμένου μάλιστα να ξεφύγουν από αυτή την επίπονη ψυχολογικά, ενίοτε και σωματικά, αναμονή εφευρίσκουν διάφορους τρόπους για να ψυχαγωγηθούν. Έτσι, τους συναντούμε να βάζουν και να βγάζουν τα παπούτσια τους, να μασουλούν καρότα και γογγύλια, να αλλάζουν καπέλα, μέχρι και να αποπειρώνται, ανεπιτυχώς, να κρεμαστούν. Επιδίδονται δηλαδή σε μια σειρά από πράξεις που θυμίζουν μιούζικ-χωλ ή ακόμα και τσίρκο:
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Σαν να είμαστε στο θέατρο.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Στο τσίρκο
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Στο μιούζικ-χωλ
Ωστόσο, φέρουν μαζί τους, ταυτόχρονα, την ενθουσιώδη χαρά και την απέλπιδα λύπη που χαρακτηρίζουν αυτά τα είδη "διασκέδασης". Γιατί όταν οι ήρωες συνειδητοποιούν, με θλίψη και απελπισία, ότι και πάλι δεν έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για ό,τι (νομίζουν ότι) περιμένουν, αποφασίζουν απλώς να σιωπήσουν. Προσπαθούν μέχρι και να αποχωριστούν ο ένας από τον άλλον, με την ελπίδα ότι κάτι ίσως να αλλάξει.

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: (ψυχρά) Έρχονται στιγμές που αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερα να χωρίσουμε.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Δε θα πήγαινες και πολύ πέρα.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Κακό αυτό. (Παύση). Έτσι δεν είναι, Ντιντί, πάρα πολύ κακό; (Παύση). Αφού είναι τόσο ωραίος ο δρόμος. (Παύση). Και η καλοσύνη των περαστικών (Παύση. Χαδιάρικα). Έτσι δεν είναι Ντιντί;
Αναγκάζονται όμως να επιστρέψουν και πάλι στην κοινή τους μοίρα, καθώς καταλαβαίνουν ότι δε μπορούν να την καταλύσουν προκειμένου να γλιτώσουν από την κλειστοφοβική κατάσταση της κοινής αναμονής τους.

Ο χρόνος στο έργο, όπως άλλωστε και ο τόπος, είναι ασαφής. Μοιάζει να μην έχει σημασία πόσο χρονών είναι οι ήρωες, πόσο καιρό περιμένουν στη μέση του πουθενά ή τι μέρα είναι. Ωστόσο, ο χρόνος είναι υπαρκτός, όπως έρχεται να επισημάνει και το δέντρο (το μοναδικό επί σκηνής αντικείμενο), το οποίο στη Δεύτερη Πράξη έχει βγάλει φύλλα, σημάδι άνθησης και χρονικής εξέλιξης. Άλλωστε, σύμφωνα με τη θεωρία της φαινομενολογίας, "όλες οι εμπειρίες μας […] τοποθετούνται με όρους του πριν και του μετά" (Merleau-Ponty, 476). Επιπλέον, ο χρόνος αποτελεί αντικειμενική επιβεβαίωση της φθαρτότητας του ανθρώπου. Γιατί μπορεί οι δύο πρωταγωνιστές να μπερδεύουν το σήμερα με το χθες, να μην μπορούν να πουν με βεβαιότητα αν είναι εφτά ή οκτώ η ώρα, αλλά τελικά, όπως ομολογούν και οι ίδιοι ο χρόνος παίζει ρόλο και μάλιστα σημαντικό ακόμα και για αυτούς.

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Δεν είμαστε πια μόνοι, περιμένοντας να νυχτώσει. Περιμένοντας τον Γκοντό, περιμένοντας-περιμένοντας. Όλο το απόγευμα παλεύαμε μόνοι μας, αβοήθητοι. Τώρα πάει, τελείωσε. Ήρθε καινούρια μέρα. […] Τώρα ο χρόνος κυλά διαφορετικά. Ο ήλιος θα δύσει, θα βγει το φεγγάρι κι εμείς θα φύγουμε από δω.

Το ότι ο χρόνος κυλάει είναι μια ένδειξη εξέλιξης, αποδεικνύει ότι κάτι συμβαίνει, θα έπρεπε να δίνει μια ελπίδα στους δυο ήρωες ότι δε βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα ραντεβού που δείχνει να μην υφίσταται με κάποιον (τον Γκοντό) που μπορεί και να μην υπάρχει. Η παρουσία του χρόνου στο έργο υπογραμμίζει την αλλαγή, αλλά και την ανθρώπινη παροδικότητα ταυτόχρονα. Άλλωστε, ο χρόνος υπάρχει για τον καθέναν από εμάς ως προσωπικός και πεπερασμένος, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να υπάρχει αέναα στο σύμπαν ερήμην μας. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν εμφανίζονται απελπισμένοι, όχι λόγω της παροδικότητας τους στο διηνεκές, αλλά επειδή δεν εμφανίζεται ποτέ κανείς. Τη στιγμή εκείνη όμως εμφανίζονται ο Λάκι και ο Πότζο τους οποίους βλέπουν για πρώτη φορά. Ή μήπως τους έχουν ξαναδεί; Και αν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν έχουν ξαναδεί αυτούς τους δύο άνδρες την προηγούμενη μέρα, πώς γίνεται και δεν τους θυμούνται ο Πότζο και ο Λάκι; Αλλά και πάλι, οι πρωταγωνιστές θυμούνται διαφορετικό αυτό το αλλόκοτο δίδυμο το οποίο έχει πλέον αλλάξει. Άρα, η παρουσία των Πότζο και Λάκι είναι μια ακόμα αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ο χρόνος έχει σίγουρα περάσει και ότι υπάρχει εξέλιξη. Όχι όμως αυτή που περιμένουν οι Ντιντί και Γκογκό.

Αν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, όλα τα πράγματα δείχνουν ίδια και αυτοί είναι ακίνητοι, ο Πότζο και ο Λάκι είναι το ακριβώς αντίθετό τους: είναι απολύτως γήινοι, αλλάζουν εντελώς οι ίδιοι, ενώ μεταβάλλεται επίσης ο χώρος και ο χρόνος που καταλαμβάνουν. Επιπλέον, αντιπροσωπεύουν τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχουν δηλαδή για να αποδεικνύουν το διαχωρισμό της διάνοιας από τη ζωώδη φύση του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, την πρώτη φορά που εμφανίζονται επί σκηνής, ο Πότζο έχει δεμένο σαν ζώο τον Λάκι από το λαιμό και τον σέρνει. Ο Λάκι δε μιλάει και δεν κουνιέται αν δεν του το πει ο Πότζο, ο οποίος είναι ένα ιδιόρρυθμο αφεντικό. Προστάζει τον συνοδοιπόρο του για όλα, ακόμα και για να σκεφτεί. Και τότε ο Λάκι μιλάει για μοναδική φορά με ένα χειμαρρώδη τρόπο, καθώς τα λόγια του διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς ειρμό, αρχή και τέλος. Μοιάζει με κασετόφωνο, το οποίο ξεκινάει μόλις κάποιος του βγάζει το καπέλο και τελειώνει μόλις κάποιος του το ξαναφορέσει. 
ΠΟΤΖΟ: … (Παίρνει το καπέλο από τα χέρια του Βλαντιμίρ, το πετάει χάμω και το ποδοπατεί.) Έτσι δε θα ξανασκεφτεί ποτέ πια! 
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Και πώς θα προσανατολίζεται; 
ΠΟΤΖΟ: Θα τον οδηγώ εγώ! (Κλωτσάει τον Λάκι). Όρθιος! Γουρούνι! (σ. 52) 

Τη δεύτερη φορά όμως που βλέπουμε αυτό το περίεργο δίδυμο είναι όλα αλλαγμένα: ο Πότζο δε βλέπει και ο Λάκι, παρόλο που είναι ακόμα δεμένος με λουρί από το λαιμό, είναι αυτός που καθοδηγεί. Βουβός βέβαια και πάλι ο Λάκι, αλλά αυτή τη φορά ο Πότζο τον έχει απόλυτη ανάγκη προκειμένου να μπορεί να υπάρχει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τυφλότητα του Πότζο είναι δείγμα εξέλιξης, δείγμα γήρατος, απόδειξη ότι κυλάει ο χρόνος. Ενδεχομένως βέβαια να είναι και δείγμα της χρόνιας αλαζονείας του Πότζο, με αποτέλεσμα η σωματική τυφλότητα να είναι συνέπεια της.

Και ενώ ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν βρίσκονται μαζί με τον Πότζο και τον Λάκι, ο Εστραγκόν λέει: "Τίποτα δε γίνεται, κανείς δεν έρχεται, κανείς δε φεύγει, είναι φοβερό" (σ. 48), γεγονός που ομολογουμένως εκπλήσσει: ο Γκόγκο, όπως και ο Ντιντί νιώθουν ότι βρίσκονται σε μια διαρκή αναμονή, χωρίς να δύνανται να αναγνωρίσουν τα σημάδια της εξέλιξης και της αλλαγής. Έτσι, η αναμονή των δύο πρωταγωνιστών επιτείνεται λίγο αργότερα από την εμφάνιση του Αγοριού, στο τέλος της Πρώτης Πράξης, το οποίο έρχεται για να ενημερώσει ότι ο κύριος Γκοντό δε θα έρθει ακόμα. Αρχικά τον ρωτάει ο Εστραγκόν για τον Γκοντό «Γιατί άργησε τόσο πολύ;» (57), ενώ στη συνέχεια,
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Δεν ήρθες και χτες;
ΑΓΟΡΙ: Όχι κύριε
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Έρχεσαι για πρώτη φορά;
ΑΓΟΡΙ: Μάλιστα κύριε
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Έτσι λένε όλοι. (59)

Στο τέλος της Δεύτερης Πράξης το Αγόρι ξαναεμφανίζεται και γινόμαστε και εμείς οι αναγνώστες-θεατές, μάρτυρες της εξέλιξης του χρόνου. Άλλωστε, ο χρόνος είναι ο πιο αδιάσειστος μάρτυρας της ύπαρξης και του τέλους μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και η μοναδική διάσταση την οποία ο άνθρωπος δε μπορεί να ελέγξει, παρά μόνον με τη μνήμη. Έτσι, όταν ο Βλαντιμίρ συναντάει και πάλι το αγόρι, θυμόμαστε πλέον και εμείς, ότι αυτοί οι δύο, παρά τις διαβεβαιώσεις του μικρού παιδιού, έχουν ξανασυναντηθεί. Άρα, ο χρόνος έχει σίγουρα περάσει, καθώς αυτή η στιχομυθία έχει επαναληφθεί. 
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Εσύ δεν ήρθες και χτες;
ΑΓΟΡΙ: Όχι κύριε
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Πρώτη φορά έρχεσαι;
ΑΓΟΡΙ: Μάλιστα κύριε (103)

Μερίδα των θεωρητικών έγραψε για το Περιμένοντας τον Γκοντό ότι είναι το έργο όπου τίποτα δε συμβαίνει δεύτερη φορά. Πρόκειται για μια άποψη που με βρίσκει σύμφωνη, καθώς ο χρόνος, σαν τη στιχομυθία που προηγήθηκε, ή σαν ο,τιδήποτε στη ζωή δεν επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Στη ζωή, όπως και στο Περιμένοντας τον Γκοντό κάτι απειροελάχιστα μικρό ή ασήμαντο ή λίγο είναι αρκετό προκειμένου να αλλάξει τη συνολική εικόνα. Αυτή άλλωστε η συνθήκη είναι και η αρχή του θεάτρου: ποτέ μια παράσταση δεν είναι ίδια με καμία άλλη. Ο Μπέκετ επομένως, δημιούργησε ένα έργο το οποίο, σαν γνήσιο τέκνο της ζωής και του θεάτρου, ακολουθεί την αρχή που τα διέπει: ότι δηλαδή δεν υπάρχει επαναληψιμότητα.

Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα κείμενο για το χρόνο, το πέρασμά του και τις απώλειες.
Ενώ οι δυο ήρωες περιμένουν κάτι που θεωρούν ότι θα αποτελέσει την έναρξη της ζωής τους, κάτι που δεν το ξέρουν, ούτε είναι σίγουροι ότι το θέλουν, αφήνουν το χρόνο να περνάει και μάλιστα προσπαθούν να τον κάνουν να περάσει όσο πιο γρήγορα και, θεωρητικά, ανώδυνα για αυτούς γίνεται. Συχνά, μένοντας απλώς ακίνητοι και αδρανείς. Μήπως όμως έτσι απλώς αφήνουν τη ζωή τους να περάσει, ενώ η κλεψύδρα του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσης τους ήδη μετράει ανάποδα;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Έτσι λένε όλοι;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Αν χωρίζαμε; Ίσως είναι καλύτερα.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Θα κρεμαστούμε αύριο. (Παύση) Εκτός κι αν έρθει αύριο ο Γκοντό;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Κι αν έρθει;
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Σωθήκαμε.
[…]
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Λοιπόν, φεύγουμε;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Πάμε (Μένουν ακίνητοι). (σ. 106) 

* Η Τόνια Τσαμούρη είναι Θεατρολόγος, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας ΑΠΘ
 
Αναδημοσίευση από εδώ:
 
 

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

"Ο Σέντζας" από την Θεατρική Ομάδα Βαρνάβα, στο 2ο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Δήμου Βύρωνα την Τετάρτη 19/2

Στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου του Δήμου Βύρωνα το οποίο πραγματοποιείται από τις 27/1/2020 έως τις 18/3/2020, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου, η Θεατρική Ομάδα Βαρνάβα του Δημοτικού Θεάτρου Μαραθώνα παρουσιάζει το έργο «Ο Σέντζας» του Παντελή Χόρν, στον Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία» (Ν. Ελβετίας 34 & Σεβαστείας) και ώρα 20.00. 

Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.

Κοινωνική προσφορά:
Συγκεντρώνονται τρόφιμα μακράς διάρκειας για την ενίσχυση του Δικτύου Αλληλεγγύης κατά την διάρκεια της παράστασης στον Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία».


Υπόθεση του έργου

Ο Σέντζας, πλούσιος τραπεζίτης από την Κωνσταντινούπολη, έχει επιστρέψει για να ζήσει από εδώ και πέρα στο  νησί από όπου κατάγεται. Η περιουσία και η κοινωνική του θέση τον βοηθούν να κερδίσει τον σεβασμό των κατοίκων του νησιού, τα πράγματα όμως, πολύ σύντομα, θα πάρουν άλλη τροπή. Ο πάμπλουτος καλεσμένος πολιορκεί όλον τον γυναικείο πληθυσμό της μικρής κοινωνίας, εξιστορεί με περηφάνια ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν οι κάτοικοι, ζητώντας τον άμεσο διωγμό του έκφυλου ξένου.

Ο «Σέντζας», ως τίτλος, είναι ένα λογοπαίγνιο. Πρόκειται για το ιταλικό «σένσα» (σημ. Ιστοσελίδας: senza, προφέρεται σέντσα, με το "τσ" παχύ, κάπως σαν "τζ", εξ' ου και το όνομα "Σέντζας")  που σημαίνει «χωρίς». Ο Σέντζας σε αυτό το «πιραντελλικό» έργο είναι ένας άνδρας «χωρίς» ανδρισμό. Σεξουαλικά ανίκανος, εξαγοράζει όσους συμπατριώτες του γνωρίζουν  το μυστικό του προκειμένου να μην το αποκαλύψουν. Και τους δωροδοκεί, όχι μόνο για να μην το αποκαλύψουν, αλλά και για να συντηρήσουν τον ψεύτικο μύθο που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, ότι είναι ένας ακαταμάχητος, αδίστακτος και αμετανόητος γυναικάς με εκατοντάδες επιτυχίες.

Ο Παντελής Χορν καυτηριάζει την υποκρισία και τη διαφθορά της «ευυπόληπτης» κοινωνίας, την εξαγορά συνειδήσεων και ηθικών αξιών, σκιαγραφώντας με χιούμορ αληθινές καταστάσεις.

Σκηνοθεσία: Nίκος Γκεσούλης
Σκηνικά- Κοστούμια: Mατίνα Γεωργά
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Βαρσαμάκης 
Φωτισμοί: Kώστας Αγγέλου
Επιμέλεια και στήσιμο αφίσας: Ματίνα Γεωργα - Δημήτρης Παπαστάμος
Εκτέλεση  σκηνικών: Δημήτρης Παπαστάμος -Ματίνα Γεωργά
Kατασκευή κοστουμιών: Eλεωνόρα Τολίδου

Παίζουν με σειρά εμφάνισης:
Mόσχα: Mατίνα Χαρίση - Εύη Μασιάλα
Μαρίτσα: Aναστασία Παπαθανασίου
Περμαθούλα: Aναστασία Αποστόλου
Mαθιός: Δημήτρης Μυλωνάς
Δάσκαλος: Ελένη Δήμου - Aναστασία Τουρκαντώνη
Κυρ Νικολάκης: Φίλιππος Σδράλιας
Σέντζας: Γιώργος Λέπουρης
Γιατρός: Mαρίνα Κατσίκη
Πραματευτής: Γιώργος Κωστελίδης
Ζαφείρα: Κωνσταντίνα Νικολοπούλου
Μυρσίνη: Όλγα Φωτίου



Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Δήμου Βύρωνα, δείτε ΕΔΩ.


Μερικά ακόμη στοιχεία για τον Παντελή Χόρν και το έργο του "Ο Σέντζας", από την ιστοσελίδα We Love Marathon, δείτε ΕΔΩ:


Ο Παντελής Χορν*, ο δημιουργός του έργου «Ο Σέντζας», γεννήθηκε στην Τεργέστη της Ιταλίας την 1η  Ιανουαρίου 1881. Υπήρξε θεατρικός συγγραφέας σημαντικών έργων του ελληνικού δραματολογίου του 20ού αιώνα και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος. Έχει γράψει πάνω από 30 θεατρικά έργα (αν και δεν σώζονται παρά μόνο 12 πολύπρακτα και 4 μονόπρακτά του). Τα γνωστότερα έργα του είναι «Οι Πετροχάρηδες», «Το φιντανάκι», «Το Μελτεμάκι», «Ο Σέντζας», έργα τα οποία παίζονται και μέχρι σήμερα. 


«Ο Σέντζας» ανεβαίνει τον Μάη του 1925, στο θέατρο «Κεντρικόν», από τον θίασο Αιμ. Βεάκη - Χρ. Νέζερ. Το έργο προκάλεσε δυσμενή σχόλια στον ημερήσιο Τύπο, λόγω του τολμηρού για την εποχή θέματος. Οι κριτικοί - με εξαίρεση τον Άλκη Θρύλο και τον Κωστή Μπαστιά, που θεώρησαν το έργο ένα από τα καλύτερα του συγγραφέα - το καταδίκασαν. Το έργο δεν ξαναπαρουσιάστηκε γιατί και αυτό το χειρόγραφο θεωρούνταν χαμένο. Το ανακάλυψε μαζί με τα υπόλοιπα η επιμελήτρια των «Απάντων» του Χορν, Έφη Βαφειάδη. Το έργο ύστερα από 77 ολόκληρα χρόνια, ανέβηκε από τη «Νέα Σκηνή» του Εθνικού θεάτρου το 2002, σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου, και με πρωταγωνιστές τον Τάκη Χρυσικάκο και τον Τάσο Πεζιρκιανίδη.

* Πατέρας του Δημήτρη Χόρν.