«Ο λαός που μελετάει και γνωρίζει την ιστορία του, κρίνει σχεδόν πάντοτε ασφαλέστερα και ορθότερα, και για το παρόν του, και για τους όρους της προόδου του, και για το μέλλον του». Φρανσουά (Πιερ- Γκιγιώμ) Γκιζό (Guizot), (1787 - 1874), Γάλλος ιστορικός και πολιτικός.
Το ιστορικό απόσπασμα που ακολουθεί,
είναι από τον 18ο τόμο του έργου «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»
του Παναγιώτη Κανελλόπουλου*, και με υπότιτλο ‘’ο Λόρδος Μπάιρον και ο
Φιλελληνισμός’’:
«Ο Μπάιρον, ζώντας στην Αθήνα, έκαμε
ό,τι - αν εξαιρέσουμε ελάχιστους, προπάντων τον Ξαβιέρο Σκροφάνι - δεν έκαναν
οι ξένοι ταξιδιώτες. Συναναστράφηκε πολύ τους ντόπιους, τους Ρωμιούς.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο του Κυριάκου Σιμόπουλου στο πολύ καλά
εικονογραφημένο βιβλίο «Βύρων» (1969) της σειράς «Οι Μεγάλοι όλων των Εποχών»
(Οργανισμός Ευρωπαϊκών Εκδόσεων.)
«… δεν απομονώθηκε (ο Μπάιρον) ούτε
στιγμή. Τα ελληνικά του είναι τόσο προχωρημένα που θεώρησε περιττό τον
δραγουμάνο και τον απέλυσε. Μια φορά την ημέρα κατέβαινε στο «Κάτω Σιντριβάνι»,
μια δροσόλουστη, καταπράσινη πλατεία με τετράκρουνο πίδακα. Εκεί μαζεύονταν οι
αγάδες για το ναργιλέ και το τσιμπούκι, οι φραγκαθηναίοι και οι ντόπιοι
άρχοντες. Εύθυμος και περίεργος ο Βύρων καθόταν ανάμεσα στους Αθηναίους
προκρίτους και ρωτούσε αδιάκοπα. Όρθιοι γύρω οι νέοι παρακολουθούσαν τη
συζήτηση. Κι ανάμεσά τους ο Νικολάκης Σαρής, ο νεροκράτης, 17 χρόνων. Δύσκολα
χρόνια για την Αθήνα. Από την εποχή του Χασεκή είχαν αγριέψει οι αγάδες. Οι
Τούρκοι ξεπάστρευαν κάθε τόσο κανένα χριστιανό, για να καταπατήσουν τα κτήματά
του (οι μεγάλες φιλονικίες γίνονταν στις αμπολές κατά τα ποτίσματα). Τόση ήταν
η τρομοκρατία που κανείς δεν τολμούσε να καταγγείλει τον φονιά ή να
κουβεντιάσει για το έγκλημα.
Κι αν ρωτούσε κανείς ¨Τι να ΄γινε ο
τάδε; Τι έγινε ο δείνα;¨, έπαιρναν την απάντηση:
¨Τι να ΄γινε αδελφέ, τον έφαγε η
Λάμια¨.
Όλοι ήξεραν καλά τι είχε γίνει. Και στο
«Κάτω Σιντριβάνι» απλωνόταν ο φόβος του θανάτου. Ο Βύρων ρώτησε μια μέρα ποια
ήταν αυτή η Λάμια*, που κάθε βδομάδα ροκάνιζε τόσους Έλληνες. Κατάλαβε.
Κι εκεί, κατάμεσα στην πλατεία, μπροστά
στους έντρομους Αθηναίους και τους προκλητικούς Τούρκους, σηκώθηκε και φώναξε
με οργή: «Μόνο Έλληνες καταπίνει αυτή η Λάμια; Δεν θα φάει και κανέναν Τούρκο;»
Εκείνο το βράδυ στα Σεπόλια, ένας μπέης
πρόσταξε τον δούλο του να κόψει τη νεροσυρμή απ΄ τον Ρωμιό τον γείτονά του,
έτσι άδικα και αυθαίρετα.
«Κάνε πέρα, μπέη μου», λέει ο Σαρής ο
νεροκράτης.
«Τι λες μωρέ;», τινάζεται ο Τούρκος και
τραβάει την πιστόλα.
«Εκείνο που σου λέω αντίχριστε»,
φωνάζει ο Σαρής. Του αδειάζει τη δική του κατάστηθα και βγαίνει στο βουνό. Ήταν
ο τουρκοφάγος Αθηναίος οπλαρχηγός Σαρής του Εικοσιένα».
Το επεισόδιο στο «Κάτω Σιντριβάνι», που
μερικοί το τοποθετούν στην περίοδο της πρώτης διαμονής του Μπάιρον στην Αθήνα,
έχει παρουσιασθεί και αλλιώς. Λένε- την εκδοχή αυτή, βασισμένη σε κάποια παράδοση,
είχε υιοθετήσει, μεταξύ άλλων, και ο Άτσλεϋ (S.C. Atchley, 1871-1936), στο ελληνικό δημοσιευμένο
βιβλίο του «Βίος και δράσις του Βύρωνος εν Ελλάδι» (1918)- ότι ο Μπάιρον
καθόταν μαζί με Τούρκους Αγάδες και όταν, εξοργισμένος από τα όσα άκουσε, σηκώθηκε
και έφυγε, χωρίς να τους χαιρετίσει, βρήκε μπροστά του τον Νικολάκη Σαρή και
του έγνεψε να πλησιάσει:
«Είσαι Έλλην;».
«Ναι, Μυλόρδε!».
«Αθηναίος;».
«Μάλιστα».
«Πώς σε λένε;».
«Νικόλα Σαρή».
«Άκουσες τι έλεγαν οι Αγάδες και
γελούσαν;».
«Το άκουσα».
«Και τραβάς τον δρόμο σου;».
«Τι άλλο ημπορώ να κάμω;».
«Δούλε! Είσαι ανάξιος να έχεις του Έλληνος και του
Αθηναίου το όνομα. Τι να κάμεις; Να
εκδικηθείς!».
Αλλά, όποια εκδοχή κι αν προτιμήσουμε
σχετικά με το επεισόδιο στο «Κάτω Σιντριβάνι» (στη δροσόλουστη πλατεία, όπου
κατέληγε το «Παζάρι», μπροστά στο μεγάλο Τζαμί, που διατηρείται και σήμερα στο
Μοναστηράκι), βέβαιο θεωρείται ότι ο Σαρής – ο «Νικολάτσης του Σαρή»-
εμπνεύσθηκε από τον Μπάιρον την ιδέα να βάλει τη «Λάμια» να καταπιεί κι έναν
Τούρκο, και βγήκε από τότε στο βουνό. Στο 1822 ο Σαρής (ή Σαρρής) διακρίθηκε
για τον ηρωισμό του, γίνεται ένας από τους διασημότερους Αθηναίους
οπλαρχηγούς».
«Από την ιστορία
μαθαίνουμε πως τίποτα δεν γίνεται τυχαία, αλλά, όλα έχουν τις αιτίες τους»,
είχε πει ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος (200 π.Χ. - 118 π.Χ.).
Σημειώσεις:
*Ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος (Πάτρα, 13 Δεκεμβρίου 1902 – Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1986)
υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, πολιτικός και ακαδημαϊκός.
*Η Λάμια
ήταν κόρη του Βήλου και της Λιβύης κι επειδή ήταν πολύ όμορφη αγαπήθηκε από
το Δία. Ο έρωτας αυτός προκάλεσε την οργή της Ήρας. Η θεά σκότωσε όλα τα παιδιά
της Λάμιας εκτός από τη Σκύλλα, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή την καταδίκασε να
γεννά τα παιδιά της νεκρά, της αφαίρεσε τον ύπνο και τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Η
Λάμια, επειδή έχασε τα δικά της παιδιά, ζήλευε τις άλλες μανάδες και
κατασπάραζε τα παιδιά τους. Έτσι οι άνθρωποι της απέδιδαν τους αιφνίδιους
θανάτους των βρεφών και πίστευαν πως αν την έπιαναν και της άνοιγαν την κοιλιά
θα απελευθέρωναν από μέσα της όλα τα παιδιά που είχε καταπιεί. Ο Δίας της χάρισε την ικανότητα να αφαιρεί τα
μάτια της και να τα ξαναβάζει στη θέση τους έτσι ώστε να καταφέρει να σωθεί από
το μαρτύριο της αϋπνίας που της είχε επιβάλει η Ήρα. Παραδόσεις του 3ου
μΧ αι. αναφέρουν ότι, η Λάμια σύχναζε στις ερημιές όπου σαγήνευε τους νεαρούς
ταξιδιώτες με έναν σαγηνευτικό, συριστικό ήχο, και στη συνέχεια, αφού τους
αποπλανούσε, τους ρουφούσε το αίμα και τους έτρωγε τα εντόσθια, όπως έκανε και
η Έμπουσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου