Με αφορμή τη Διεκδίκηση, από την Περιφέρεια Αττικής, χρηματοδότησης για την ανακατασκευή της πλατείας Μαρτάκη (γνωστή-κακώς- από τους περισσότερους ως πλατεία Δεληολάνη*, βλέπε σημείωση στο τέλος του κειμένου) που αναφέρεται στον έντυπο Απολογισμό 2016 της Δημοτικής Αρχής, ετοιμάσαμε ένα μικρό αφιέρωμα στον Βαγγέλη Μαρτάκη. Για το πως έζησε, αλλά, κυρίως, για το πως έπεσε αγωνιζόμενος για τα πιστεύω του, την πατρίδα, την ελευθερία.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΑΡΤΑΚΗΣ: (1922 - 4.7.1944).
Α] Πρώτα, αποσπάσματα από το βιβλίο, «Φάκελος Νο 9745/Β Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα» του Μάνου Ιωαννίδη (εκδόσεις Μέδουσα):
«Ο Βαγγέλης Μαρτάκης ή Μαύρος, από το μελαψό χρώμα του προσώπου του, υπήρξε ένας από τους πιο θερμούς, θαρραλέους και πραγματικούς αγωνιστές του Βύρωνα και γενικά των ανατολικών συνοικιών. Γιός μιας καθαρίστριας των δημοτικών σχολείων της Αγίας Τριάδας, ορφανός από πατέρα, κατάφερε να βγάλει το γυμνάσιο κάνοντας διάφορες δουλειές. Το σπίτι τους ήταν στο ισόγειο ενός διώροφου προσφυγικού στην οδό Κυδωνιών, στη διασταύρωσή της με τη Χρ. Σμύρνης. Από ελασίτης πέρασε σε διμοιρίτη του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια τομεάρχης στην ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα).
Θυμάμαι ένα απόγευμα, κατευθυνόμενος προς τη Ν. Ελβετία, να τον συναντώ στην οδό Κυδωνιών, λίγο πριν από το σπίτι του. Σταθήκαμε κουβεντιάζοντας, όταν απέναντί μας στη γωνία, σταματά ένα μαύρο αυτοκίνητο και βγαίνουν βιαστικά τέσσερις άντρες, ο ένας από τους οποίους κατευθύνεται σε μας και, λέγοντάς μας πως είναι της Ασφαλείας, μας ρωτά αν ξέρουμε που είναι το σπίτι του Βαγγέλη Μαρτάκη, του Μαύρου. ¨Να εκεί είναι¨, του λέει ο Βαγγέλης ψύχραιμα και του δείχνει το σπίτι του. ¨Τον είδαμε όμως να φεύγει πριν από λίγο με τη μάνα του, δεν θα βρείτε κανέναν εκεί¨, συνεχίζει. Οι ασφαλίτες πήγαν και βροντοχτυπούσαν την πόρτα και φυσικά κανένας δεν τους άνοιξε, γιατί πράγματι η μάνα του είχε βγει μαζί του από το σπίτι. Έφυγαν οι ασφαλίτες κουνώντας μάλιστα το χέρι σε αποχαιρετισμό μας. ¨Αν κάνανε κιχ¨, μου λέει ο Βαγγέλης, ¨θα τους λιάνιζα¨, και ανοίγει την άσπρη καμπαρτίνα του, δείχνοντάς μου ένα γερμανικό αυτόματο «μαρσίπ»* (βλέπε φωτογραφία) που κρεμόταν από τον ώμο του».
«Ο Μαρτάκης τραυματίστηκε σε συμπλοκή με ταγματασφαλίτες, Παπαγιώργηδες και ασφαλίτες Μπουραντάδες (από το όνομα του αρχηγού τους Μπουραντά), στο κέντρο του Παγκρατίου στην οδό Υμηττού, στις 4 Ιουλίου του ΄44 (και όχι στις 18 Ιουνίου, όπως έχει γραφτεί από άλλους). Μην μπορώντας να ακολουθήσει τους συντρόφους του, έμεινε πεσμένος στο δρόμο μέχρι που έριξε και την τελευταία σφαίρα του. Τον συνέλαβαν και όταν είδαν ποιόν είχαν μπροστά τους, τον αποτελείωσαν χορεύοντας και αλαλάζοντας πάνω στο κορμί του τραυματισμένου ήρωα, όπως μου διηγήθηκε ο σύντροφός του στη συμπλοκή αυτή, ο Αριστοτέλης Τσιφλάκος …»
Β] Και εμπεριστατωμένως, από την διπλωματική εργασία του κ. Χάνδρινου Ιάσωνος,
«ΤΟ ΤΙΜΩΡΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» - Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη Αθήνα (1942-1944), η οποία περιέχει και την μαρτυρία του χρονογράφου Δημήτρη Ψαθά:
Το Μπλόκο της Γούβας (4.7.1944), κατέληξε σε πεισματώδεις συγκρούσεις στο τέρμα Παγκρατίου και τους δρόμους κάτω από το Α’ Νεκροταφείο.
Λίγο πριν ξημερώσει η 4η Ιουλίου, άνδρες των Ταγμάτων με Γερμανούς άρχισαν έρευνα σε επισημασμένα σπίτια στη Γούβα δολοφονώντας τρεις ΕΑΜίτες στην αρχή της Φιλολάου (Παραπομπή: 459). Μια τετραμελής ομάδα της ΟΠΛΑ που έτυχε να διανυκτερεύει εκείνο το βράδυ στο 21 της οδού Χαριδήμου, ξύπνησε από τους θορύβους των όπλων: ≪Εκτός από τις πιστολιές, ακούσαμε και τα καρφιά από τα τσαρούχια των Τσολιάδων που ανέβαιναν την Εμπεδοκλέους. [Ακούγονταν γιατί] η Εμπεδοκλέους ήταν άσφαλτος ενώ η Ευμένους ήταν χωματόδρομος…≫ (Παραπομπή: 460).
Ταυτόχρονα, τηλεβόες άρχισαν να καλούν τον κόσμο να παρουσιαστεί στην πλατεία Παγκρατίου (επί της Υμηττού). Το σημείο ήταν έξω από τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ και όλοι, απλώς προσπάθησαν να βγουν από τον κλοιό όπως μπορούσαν.
Ο καπετάνιος της Καισαριανής Ορέστης Μακρής, βγήκε άοπλος από το σπιτάκι που βρισκόταν και, αφού ξεγέλασε τους Ευζώνους με μια ταυτότητα του Ερυθρού Σταυρού, ενώθηκε με το Τάγμα Νέου Κόσμου (διοικητής Γιάννης Κυριακίδης) που ήταν σε επιφυλακή κάτω από το Α’ Νεκροταφείο. Εντός ολίγου μια πολυάριθμη δύναμη άρχισε να πυροβολεί τους Τσολιάδες που βρίσκονταν στην Υμηττού και σε ορισμένες παρόδους αναγκάζοντάς τους να αναδιπλωθούν στον κυρίως χώρο του μπλόκου (Παραπομπή: 461). Οι άνδρες της ΟΠΛΑ που βρίσκονταν στη Χαριδήμου σκόρπισαν για να κρυφτούν αφού έκρυψαν ένα τσουβάλι με όπλα στον υπόνομο του σπιτιού και μόνο ο νεαρότερος από αυτούς, παρουσιάστηκε στο μπλόκο οπλισμένος με το θράσος της ηλικίας (Παραπομπή: 462).
Το μεσημέρι 130 αθώοι πήραν το δρόμο για το Γουδή μέσω της Φιλολάου (Παραπομπή: 463).
Όταν η κουστωδία έφτασε στο τέρμα Παγκρατίου, κοντά στην πλατεία Πλαστήρα, δέχθηκε έναν καταιγισμό από αυτόματα όπλα. Ήταν η φιλόδοξη ενέδρα του Σπύρου Μπούσια (“Παύλου”), «φρέσκου» καπετάνιου του ΙΙ Τάγματος και ανδρών της ΟΠΛΑ με επικεφαλής τους ομαδάρχες Γιώργο Κολλημένο, Βαγγέλη Μαρτάκη (“Μαύρο”) & Παναγιώτη Χαρλαύτη (“Άρη”). ≪Κατεβαίναμε τρέχοντας να τους προλάβουμε, έβγαλα το αυτόματο από το σακούλι που το είχα και ταυτόχρονα έβλεπα τους καταστηματάρχες κατά μήκος του δρόμου να κλείνουν τα ρολά τους...≫ (Παραπομπή: 464).
Η σύγκρουση ήταν άνιση. Μια ριπή βρήκε στο στήθος το Μαρτάκη, που πολεμούσε με απίστευτη προκλητικότητα στον κίνδυνο, την ώρα που διέσχιζε κάθετα την Υμηττού ενώ τραυματίστηκε, επίσης σοβαρά, και ο Χαρλαύτης. Και οι δύο ξεψύχησαν από αιμορραγία πριν τους βρουν οι αντίπαλοί τους (Παραπομπή: 465).
Καθώς η εκκένωση ολόκληρων συνοικιών ήταν ανησυχητικό προμήνυμα, το βράδυ της ίδιας μέρας, ο ΕΛΑΣ όλης της Ι Ταξιαρχίας –μαχητές και διοικήσεις– βρισκόταν σε διαρκή αυστηρή επιφυλακή στα σημεία της σύγκρουσης: “Στο κεφάλι μας για μαξιλάρι είχαμε το κράσπεδο του πεζοδρομίου και για κρεβάτι το δρόμο” (Παραπομπή: 466).
Μια από τις ομάδες επιφυλακής της ΟΠΛΑ στην περιοχή του Α’ Νεκροταφείου αναγνώρισε και εκτέλεσε το ίδιο απόγευμα έναν ανθυπολοχαγό του ΤΦΑΣ (με πολιτικά) (Παραπομπή: 467), ενώ μια βδομάδα μετά, μια ομάδα της ΟΠΛΑ απήγαγε από το σπίτι τους στην οδό Φιλολάου, τους αδελφούς Αντώνη και Μανώλη Περράκη, δραστήρια μέλη της Χ στο Παγκράτι και τους εκτέλεσαν μαζί με το 15χρονο μαθητή Στυλιανού Φελονέζη σε παρακείμενο σπίτι (Παραπομπή: 468).
Αν και η ανάμιξή τους δε μπορεί να επιβεβαιωθεί, θεωρήθηκαν ηθικοί αυτουργοί τόσο για το μπλόκο, όσο και για την τριπλή εκτέλεση το βράδυ της παραμονής (Παραπομπή: 469).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
459: ΕΛΙΑ, Αρχείο Αριστείδη Κουτσουμάρη, Δελτίο πληροφοριών Ι’ Αστυνομικού Τμήματος, 4.7.1944
// Ήταν οι Διονύσης Γιατράς (48 ετών), Δημήτρης Ξαγοράρης (18 ετών) και Δημήτρης Μίχος (Έπεσαν για τη ζωή…, τ. 4α, σ. 311).
460: Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Κ.Γ., ΟΠΛΑ Βύρωνα.
461: Μακρής, σ. 108 // Κυριακίδης Γιάννης, Μάχες του ΕΛΑΣ Αθήνας...σ. 42.
462: Ομοίως.
463: ΓΑΚ, Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Αθήνας, Συνεδρίαση 11ης Δεκεμβρίου 1945 (αρ. 1340-1341).
464: Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Σπύρου Μπούσια.
// Στο τέρμα Παγκρατίου βρέθηκε την ίδια ώρα ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες χρονογράφους ( ο Δημήτρης Ψαθάς), ο οποίος μας άφησε την πιο ζωντανή μαρτυρία για τα γεγονότα της 4ης Ιουλίου:
«Με το συνάδελφο και φίλο Γιώργο Ρούσσο ανεβαίνουμε στο πολυτάραχο Παγκράτι με το τραμ. Πριν απ’ το τέρμα, τ’ όχημα σταματά. Πέρα-πέρα οι δρόμοι κι ολόκληρη η πλατεία πιασμένη από τσολιάδες. Τα πολυβόλα εδώ, οι όλμοι εκεί, πιστόλια εκεί –ένας σκοπός τσολιάς στη μέση της ήρεμης πλατείας. Τι συμβαίνει; Τελειώσαν κάποιο μπλόκο οι τσολιάδες και έχουν στο τμήμα εαμίτες. Ώσπου να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες, αντηχεί ένα πολυβόλο και πέφτει ο τσολιάς-σκοπός κατάχαμα. Δρόμο ο κόσμος. Πανικός. Τρυπώνουμε σ’ ένα τσαγγαράδικο που μισοκατεβάζει τα ρολά. Άνδρες και γυναίκες. Βροχή το ντουφεκίδι. Για πιο μεγάλη σιγουριά, τρέχουν οι τσολιάδες και στήνουνε το πολυβόλο τους στην πόρτα του μαγαζιού [...] Το οπτικό μας πεδίο δεν είναι άλλο από τα οπίσθια του τσολιά που σκυμμένος στο πολυβόλο του σημαδεύει διαρκώς και πότε-πότε ρίχνει [...] Πούθε χτυπάνε; Ένα μονάχα πολυβόλο ακούγεται από την κορυφή του κινηματογράφου ΠΑΛΛΑΣ. Και του απαντάνε ντουφέκια, πολυβόλα, πιστόλια, τα όπλα ενός ολόκληρου στρατού. Τέσσαρες είναι οι ελασίτες που κάναν την επίθεση για να ελευτερώσουν τους κρατουμένους! Ο Αράπης –λέει–, ο αρχηγός του Βύρωνα, με άλλους τρεις που κατάφεραν στενό-στενό να κατέβουν από το συνοικισμό για να διώξουν τους τσολιάδες! Χαλά ο κόσμος. Σταυροκοπιούνται οι γυναίκες.
Και κάποτε τελοσπάντων σταματάει το κακό. –Τι έγινε; -Σκοτώθηκε ο Αράπης –Και οι άλλοι; –Δύο γλίτωσαν και φύγαν. Μαζί με τον αρχηγό τους σκοτώθηκε και άλλος ένας.
Είναι θεότρελοι. Τέσσαρες άνθρωποι να τα βάλουν με όλο τούτο το λεφούσι;»
(Ψαθάς Δημήτρης, Αντίσταση, σ. 214-215)
465: Ο Μαρτάκης ξεψύχησε σε ένα σπίτι της οδού Αγίου Φανουρίου, αφού πρόλαβε να εμπιστευτεί το αυτόματό του στην ιδιοκτήτρια που προσπάθησε να τον περιθάλψει. Λίγες μέρες μετά, εκείνη το παρέδωσε στη γιάφκα της ΟΠΛΑ Βύρωνα (Αγίας Σοφίας 7), στα χέρια του Γιώργου Κολλημένου
(Μαρτυρία Μανώλη Ναυπλιώτη. Στο: Χατζηπατέρας Κ.Ν.-Φαφαλιού-Δραγώνα Μ. (επιμ), Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής. Κέδρος, Αθήνα 2003, τόμος Β, σ. 304). // Ιωαννίδης, Φάκελος Νο9745/Β...,σ. 52-53 // Μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις Μιχάλη Λιαρούτσου, Σπύρου Μπούσια.
466: Μακρής, σ. 109
468: Η Καθημερινή, 16.7.1944 // Ο Αντώνης Περράκης δεν ήταν ανθυπασπιστής αλλά πρωτοετής εύελπις και άρα, όχι ονομασμένος αξιωματικός (ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φωτόπουλος Χρήστος, Κατάλογος πεσόντων και αγνοουμένων ευέλπιδων Ιης και Ιιας Τάξεων κατά την περίοδο 1941-1945. Χολαργός, Μάιος 1994).
469: Επικεφαλής στη συγκεκριμένη ομάδα της ΟΠΛΑ ήταν ο Τάσος Νόμπελης, ένας από τους επισημασμένους στόχους της Ειδικής το βράδυ της παραμονής του μπλόκου, και ξάδελφος του εκτελεσμένου Δημητρίου Ξαγοράρη. Το αίσθημα προσωπικής εκδίκησης εδώ, αν και δεν υπαινίσσεται, δε μπορεί και να αποκλειστεί. (Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Κ.Γ., ΟΠΛΑ Παγκρατίου-Βύρωνα).
Σημείωση:
Όπως συνέβη με την περιοχή των Εξαρχείων, η οποία ¨βαπτίστηκε¨, αρχικά προφορικά, και εν συνεχεία επίσημα, από το επώνυμο του Ηπειρώτη εμπόρου Έξαρχου που, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, είχε στην Αθήνα, κατάστημα-μπακάλικο στη γωνία των οδών Σολωμού και Θεμιστοκλέους, έτσι, σε μια ανάλογη περίπτωση, την πλατεία της πόλης μας, που περιβάλλεται από τις οδούς Χρυσοστόμου Σμύρνης, Κύπρου, Ηλιάδος και Εκφαντίδου, στη περιοχή Γέφυρα, οι περισσότεροι την γνωρίζουν ως «Πλατεία Δεληολάνη», εξαιτίας της επωνυμίας του καταστήματος ζαχαροπλαστείου-καφφετέρια, που από χρόνια υπάρχει εκεί.
Όπως συνέβη με την περιοχή των Εξαρχείων, η οποία ¨βαπτίστηκε¨, αρχικά προφορικά, και εν συνεχεία επίσημα, από το επώνυμο του Ηπειρώτη εμπόρου Έξαρχου που, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, είχε στην Αθήνα, κατάστημα-μπακάλικο στη γωνία των οδών Σολωμού και Θεμιστοκλέους, έτσι, σε μια ανάλογη περίπτωση, την πλατεία της πόλης μας, που περιβάλλεται από τις οδούς Χρυσοστόμου Σμύρνης, Κύπρου, Ηλιάδος και Εκφαντίδου, στη περιοχή Γέφυρα, οι περισσότεροι την γνωρίζουν ως «Πλατεία Δεληολάνη», εξαιτίας της επωνυμίας του καταστήματος ζαχαροπλαστείου-καφφετέρια, που από χρόνια υπάρχει εκεί.
Επίσημα όμως από τον Δήμο Βύρωνα, στη συγκεκριμένη πλατεία, έχει δοθεί το όνομα, ¨ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΑΡΤΑΚΗ¨, προς τιμήν του Βυρωνιώτη, αγωνιστή και ήρωα της Εθνικής Αντίστασης, Βαγγέλη Μαρτάκη, ο οποίος ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ σε μάχη με Γερμανούς (και ταγματασφαλίτες), στις 4 ΙΟΥΛΙΟΥ 1944.
Σ’ αυτήν δε, υπάρχει και τιμητικό μνημείο-στήλη (βλέπε φωτογραφία).
Σ’ αυτήν δε, υπάρχει και τιμητικό μνημείο-στήλη (βλέπε φωτογραφία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου