ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ ΤΟΥ ΑΙ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ Ή
ΛΑΜΠΑΔΑΡΗ ΣΤΟ ΒΥΡΩΝΑ.
«Ένα έθιμο που κατάφερε τόσους αιώνες, παρ' όλες τις συχνές
"πολεμικές", να επιζήσει, δεν είναι δικαίωμα της δικής μας γενιάς να
το σβήσει. Έχουμε χρέος όχι μόνο να το ανεχόμαστε αλλά και να
το βοηθούμε στις εκδηλώσεις του. Στην εποχή μας μάλιστα, με το μηχανικό ρυθμό
και τις πολύπλευρες υπερφροντίδες, είναι παρήγορη η παρουσία ενός χαρούμενου
και διαχρονικού εθίμου, που ενώνει αιώνες και γενιές».
Με τα λόγια αυτά αναφερόταν, ο Λαογράφος και Πανεπιστημιακός
Δημήτριος Λουκάτος, στο βιβλίο του ¨Τα Καλοκαιρινά¨, για το έθιμο του Αι Γιάννη
του Κλήδονα ή Λαμπαδάρη.
Και το έθιμο, αναβίωσε για πρώτη
φορά στη πόλη μας, την Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016, στην πλατεία Ταπητουργείου,
στις 8.30 μμ.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ
Ο Κλήδονας είναι ένα έθιμο που έχει τις
ρίζες του στην αρχαιότητα.
Στην εποχή του Ομήρου, χρησιμοποιούσαν τη μαγεία του
Κλήδονα για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Ο Παυσανίας (Βοιωτικά),
σχετικά με τον κλήδονα, αναφέρει τα εξής: «Στη συνέχεια του
Ηρακλείου (της Θήβας) υπάρχει γυμνάσιο και στάδιο, που και τα δυο έχουν το όνομα
του Θεού. Πέρα από το Σωφρονιστήρα λίθο υπάρχει βωμός του Απόλλωνα του
επονομαζόμενου Σποδίου. Ο Βωμός του Απόλλωνα σχηματίστηκε από τη στάχτη των
σφαγίων. Εδώ συνηθίζεται μαντική από κληδόνων την οποία ξέρω ότι τη
χρησιμοποιούν οι Σμυρνιοί περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες και οι Σμυρνιοί
έχουν πάνω από τη πόλη, έξω από το τείχος, ιερό των κληδόνων («κληδόνων
ιερόν»). Παλιά οι Θηβαίοι θυσίαζαν ταύρους στον Σπόδιο Απόλλωνα».
Στα χρόνια του Βυζαντίου συναντάμε το έθιμο σαν λατρεία του
Ήλιου. Φωτιές ανάβονται και ο λαός πηδά πάνω από αυτές για να εξαγνίσει το
κακό, όπως και σήμερα. Με τα χρόνια ο Κλήδονας χάνει το χαρακτήρα της γενικής
μαντικής και περιορίζεται στους ερωτικούς χρησμούς. Η θεά Κλήδονα αποσύρεται
σιωπηλά και δίνει τη θέση της στον Αϊ Γιάννη, του οποίου τη χάρη επικαλείται ο
λαός.
Στους βυζαντινούς χρόνους, την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, οι
άνθρωποι συναθροίζονταν σε κάποιο σπίτι ή στη γειτονιά, όπου γινόταν τραπέζι
σαν να επρόκειτο για γαμήλιο δείπνο. Εκεί παρευρισκόταν κάποιο νεαρό κορίτσι
ντυμένο νύφη. Στο τέλος της βραδιάς, ο κάθε παριστάμενος έριχνε ένα αντικείμενο
σε ειδικό αγγείο με νερό, από όπου το ανέσυρε στη συνέχεια η "νύφη"
υπό μορφή κλήρου ως απάντηση στην ερώτηση του καθένα για το τι επιφύλασσε το
μέλλον.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ
Την παραμονή του Αϊ Γιαννιού, στις 23 του Ιούνη, οι
κοπέλες πάνε στην κεντρική βρύση του χωριού και γεμίζουν τη στάμνα με το «αμίλητο
νερό». Τη στάμνα τη μεταφέρει μία ¨απάντρευτη¨, αμφιθαλής (που ζουν και οι
δύο γονείς της) Μαρία, η οποία πηγαίνοντας το «αμίλητο νερό» από τη Βρύση στην
πλατεία του χωριού, δεν πρέπει να γελάσει, ούτε να μιλήσει σε κανένα. Οι
χωριανοί που τη συναντούν προσπαθούν με χωρατά και πειράγματα να ενοχλήσουν την
κοπέλα και να την κάνουν να μιλήσει ή να γελάσει, αυτή όμως πρέπει να παραμείνει
σοβαρή.
Επιστρέφοντας, το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, την
υδροφόρο, και η στάμνα του κλήδονα τοποθετείται στη μέση ενός κύκλου από
μεγάλες πέτρες και από λουλούδια, στην πλατεία του χωρίου και κάθε κοπελιά
περνά και αφήνει μέσα στη στάμνα από ένα μικρό προσωπικό αντικείμενο
(δακτυλίδι, κουμπί, μήλο πράσινο ή κόκκινο, κόσμημα, κλειδί κ.α.), το λεγόμενο ριζικάρι. Στη
συνέχεια το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται
γερά με ένα κορδόνι ("κλειδώνεται") και τοποθετείται σε ταράτσα ή
άλλο ανοιχτό χώρο.
Κλειδώνουμε τον κλήδονα μ’ ένα μικιό
κλειδάκι
κι απόης τον αφήνουμε έξω στο φεγγαράκι
Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων. Οι
κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους.
Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή, θα δουν στα όνειρά τους το
μελλοντικό τους σύζυγο.
Την ίδια ώρα, οι νεαροί του χωριού μαζεύουν από τις
νοικοκυρές τους «Μάηδες» και μαζί με «ράπες» τους καίνε ανάβοντας φωτιές στα
σταυροδρόμια κάθε γειτονιάς. Το
πέρασμα (τρις) πάνω από τις φωτιές των «Μάηδων» θεωρείται σημάδι καλοτυχίας και
διωξίματος του «κακού».
Σήμερα που ‘ναι τα Αι Γιαννιού βάλε αρχή
κερά μου
Του χρόνου σαν και σήμερα να σ’ έχω αγκαλιά
μου
Ανήμερα του Αϊ Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος - ώστε
να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων - η υδροφόρος νεαρή
της προηγουμένης φέρνει το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα,
συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη
μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των
δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η υδροφόρος νεαρή
ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο
"ριζικό" κάθε κοπέλας και μια άλλη, κάποια που έχει ποιητικό ή
μαντικό ταλέντο απαγγέλει ταυτόχρονα τυχαίες μαντινάδες. Μαντινάδες που είναι
επηρεασμένες απλώς και μόνο από τη θέα του ριζικαριού, αφού η μαντιναδολόγος δεν ξέρει σε ποιον ανήκει το κάθε ριζικάρι.
Ανοίγουμε τον κλήδονα με του
Αγιαννιου τη χάρη
Κι όποιος έχει ριζικό σήμερα να
το πάρει.
Η μαντινάδα που αντιστοιχεί στο αντικείμενο (ριζικάρι)
της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνάει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους
υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη.
Βγαίνει το μήλο τ’ άρχοντα, του πιο καλού
λεβέντη,
Του πρώτου μας παλικαριού στο λούσο και στο
γλέντι.
Σε κάποιας κοπέλας το ριζικάρι ο αείμνηστος
μαντιναδολόγος Καμινοκωστής, είχε πει την εξής μαντινάδα:
Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να
διαβάζει
τότε και συ θα παντρευτείς να κάμει ο κόσμος
χάζι….
(Και η κοπελιά αυτή πράγματι μέχρι σήμερα δεν έχει
παντρευτεί!)
Μετά που θα βγουν όλα τα ριζικάρια από το υδροφόρο
αγγείο, η υδροφόρος νεαρά χύνει το νερό του αγγείου μέσα σε ένα πηγάδι σταυρωτά
και στη συνέχεια το σκεπάζει με ένα κόκκινο πανί. Το μεσημέρι ή τα
μεσάνυκτα οι κοπέλες, ενίοτε και νεαροί, σηκώνουν προσεκτικά το πανί, ώστε να
μη δει φως το νερό του πηγαδιού, και βάζουν μέσα το κεφάλι τους. Συνάμα η
υδροφόρος με ένα καθρέπτη κατεβάζει τις ακτίνες του ήλιου ή του φεγγαριού μέσα
στο πηγάδι και οι κοπέλες ρίχνοντας με ειδικό τρόπο μια – μια τα ριζικάρια τους
μέσα στο πηγάδι. Εκεί στα κύματα του νερού του πηγαδιού οι παριστάμενοι βλέπουν
υπερφυσικά ή μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία επεξηγούν μετά οι μεγαλύτερες
και μυημένες γυναίκες, όπως επίσης και αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή το
πρόσωπο που θα παντρευτούν κ.α.
Λέγεται επίσης ότι, ανάλογο με το πρώτο πρόσωπο που θα
δουν αυτοί που είχαν σκύψει στο πηγάδι, μετά που θα βγάλουν έξω το κεφάλι τους,
ανάλογο θα είναι και π.χ. το παιδί που θα γεννηθεί, δηλαδή αν δουν άντρα, αγόρι
θα είναι το παιδί που θα γεννήσει μια γυναίκα έγκυος, ή το ίδιο όνομα θα έχει
εκείνος που θα παντρευτούν κ.τ.λ
Σχεδόν σε κάθε χωριό, αλλά και στις μεγάλες πόλεις,
η γιορτή του Κλήδονα αποτελεί μία καλή ευκαιρία επικοινωνίας των ανθρώπων αλλά
και μία υπέροχη ευκαιρία να γνωριστούν νέοι άνθρωποι μεταξύ τους. Ανάμεσα
από τις φωτιές που καίνε, γύρω από τις παρέες που γελούν και κουτσομπολεύουν,
ανάμεσα στα μισόλογα, τα πειράγματα και τα μυστικά που ανταλλάσσονται,
πηγαινοέρχεται η ανάγκη του ανθρώπου για το κοινωνείν.
Ακούστε ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ από την ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΠΑΝΟΥ:
Κλείνουμε την αναφορά στο
έθιμο του Αη Γιάννη του Κλήδονα, Ριζικάρη και Λαμπαδάρη, με ένα απόσπασμα από
το βιβλίο «Λαογραφική Πινακοθήκη» του (συγγραφέα, δημοσιογράφου και λαογράφου,
βραβευμένου, δις, με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας καθώς και με το βραβείο της
Ακαδημίας των Αθηνών) Δημήτρη Σταμέλου:
«Με εθιμογραφικές
εκδηλώσεις που κρατούν αρχέγονη καταβολή, οι άνθρωποι προσπαθούν, την παραμονή
κι ανήμερα του Αι-Γιαννιού, να προμαντέψουν το μέλλον και να διασφαλίσουν την
ομορφιά της ζωής, να θεμελιώσουν στέρεα την ευτυχία τους μέσα από συγκινητικές
διαδικασίες που το τελετουργικό τους περιεχόμενο συνδέεται άμεσα με το
περιβάλλον, με τα λουλούδια και το νερό, με τον ήλιο και τη φωτιά, στοιχεία,
που συμπλέκουν το μύθο με την πραγματικότητα και προσδιορίζουν και την
ανθρώπινη παρουσία μέσα στο χώρο και το χρόνο».
Ευτυχώς το έθιμο θα διασώζεται
διαχρονικά:
Μέσα από τους στίχους του
Μάνου Ελευθερίου, στο τραγούδι ¨Η σούστα
πήγαινε μπροστά¨, σε μουσική Δήμου
Μούτση και ερμηνεία Δημήτρη Μητροπάνου, από το δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος».
«Ανάβουνε
φωτιές στις γειτονιές
του Αη-Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που 'χουν πεθάνει»
Μέσα από
τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, στο τραγούδι ¨Οδός Αριστοτέλους¨, σε μουσική Γιάννη Σπανού και ερμηνεία Χαρούλας
Αλεξίου, από τον ομώνυμο δίσκο «Οδός Αριστοτέλους».
«Παίζαν οι
μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν
αρχηγός η Αργυρώ,
και φωτιές
ανάβανε στους απάνω δρόμους,
τ’ Άη Γιάννη
θα `τανε θαρρώ».
Μέσα από
τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη, στο τραγούδι ¨Έχω μια αγάπη¨, σε
μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνευτές τους Στ. Καζαντζίδη και Μαρινέλλα, από το
δίσκο «Πολιτεία Α»
«Μέσα στα
μάτια σου γλυκές
τ' Αη-Γιάννη
ανάβουν οι φωτιές».
Μέσα από τις νοσταλγικές θύμισες του Γιώργου Σεφέρη, στο ποίημα του «Φωτιές του Αι Γιάννη», όπου μας παραθέτει μίαν άλλη εκδοχή του λαογραφικού βιώματος,
τη μολυβομαντεία ( ή μολυβδομαντεία), όπου ανήμερα του Αη Γιάννη, στις δώδεκα
το μεσημέρι, κορίτσια και παντρεμένες περίμεναν με τις βαθιές κουτάλες στο
χέρι, πάνω από φωτιά που έβραζε το λιωμένο μολύβι. Στο πρώτο χτύπημα της
καμπάνας (που συνηθιζότανε τα μεσημέρια στην Σμύρνη) ρίχνανε το μολύβι μέσα στο
υδροφόρο αγγείο και αυτό έπαιρνε διάφορα σχήματα, που μόνο οι «μολυβούδες»
ξέρανε να τα εξηγήσουμε.
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες
μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων,
σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Ν.Β.