Μεταπολεμικά καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο στην δίκη των 16 νεολαίων. Γλίτωσε τελευταία στιγμή. Αργότερα, έγινε γραμματέας της ΕΔΑ Πειραιά και μέλος της ηγεσίας της Νεολαίας Λαμπράκη.
Πέρασε από τα κολαστήρια της Μακρονήσου (ήταν από τους αγωνιστές που δεν υπέγραψαν δήλωση μετανοίας παρά τα φρικτά βασανιστήρια χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε για τους πατριώτες που δεν άντεξαν και υπέγραψαν) και της Γυάρου. Υπήρξε εξόριστος στο Παρθένη της Λέρου, στη Σαμοθράκη κ.α. Πέθανε το 2003.
========================================
ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ: εμπειρίες που καίνε... - ΧΡΟΝΙΚΟ 1940-1950 (Α΄ Έκδοση) Εκδόσεις Μπένου
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Πρόλογος του Αντώνη Καρκαγιάννη
Τον Γιώργο Γιωτόπουλο τον γνώρισα το 1967 στο στρατόπεδο Παρθενίου στη Λέρο. Αλλά και πριν να τον γνωρίσω άκουγα στις οργανώσεις να αναφέρεται το όνομά του, πάντοτε με εκτίμηση και σεβασμό, αλλά και με διάθεση σχολιασμού της απόφασής του και της στάσης του, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, να μην προσχωρήσει στις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ, παρ’ όλο που είχε λάβει τη σχετική «εντολή», αλλά να παραμείνει και να οργανωθεί από τη θέση του, ως υπευθύνου της Νεολαίας της ΕΔΑ Πειραιώς. Από την πληθώρα των γεγονότων στα οποία αναφέρεται τούτο το βιβλίο, θα σταθώ μόνο σ’ αυτό, πρώτα γιατί νομίζω ότι εκείνη η στάση του αποτελεί από τα λίγα, εκείνη την εποχή δείγματα ωριμότητας και δεύτερο γιατί αναφέρεται σε κρίσιμα τότε ζητήματα της τακτικής του ΚΚΕ μετά τη στρατιωτική και πολιτική του ήττα στον εμφύλιο πόλεμο και των σχέσεών του με την ΕΔΑ.
Μπορεί με την απλή λογική να φαίνεται παράδοξο και παρανοϊκό, αλλά στην τυπολογία του ΚΚΕ και κυρίως του ηγετικού πυρήνα ήταν απόλυτα φυσικό, ότι δεν αντελήφθη καν τι συνέβη στο Γράμμο και στο Βίτσι, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1949: ότι ηττήθηκε στρατιωτικά, ότι ηττήθηκε η μέχρι τότε πολιτική και ότι οι νικητές ήταν δύο διαφορετικοί, η Δεξιά και το Κέντρο. Με ποικίλους, αντιφατικούς και συχνά τραγικούς τρόπους, ολόκληρη η κοινωνία το φώναζε, ότι η κατάσταση άλλαξε, ότι όλος ο κόσμος ήθελε την ομαλότητα για να ξαναχτίσει το σπίτι του, όλοι το άκουγαν και το κατανοούσαν εκτός από την ηγεσία του ΚΚΕ. Αργότερα έκαναν λόγο για «σφάλμα». Δεν ήταν «σφάλμα», αλλά κάτι πολύ περισσότερο από «σφάλμα» και πολύ βαθύτερο. Ήταν ο εγκλωβισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ σε τυπικά και κλασικά φαινόμενα πολιτικής παρακμής: στον απομονωτισμό, τη θρησκευτική ηγεσία, τυπολατρία και το δογματισμό. Έτσι, από το 1950 και μετά αρχίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι μεταξύ του ΚΚΕ και της παρακρατικής Δεξιάς, όπου η κάθε πλευρά τροφοδοτούσε την άλλη.
Η ανάλυση των γεγονότων μετά το 1950 ίσως απαιτεί να εγκαταλείψουμε τους όρους «ΚΚΕ και κομμουνιστικό κίνημα» και να υιοθετήσουμε τους όρους «Αριστερά και αριστερό κίνημα». Όχι για να μειώσουμε το ρόλο του ΚΚΕ, κάθε άλλο. Αλλά για να ερευνηθεί κατά πόσο ο αποφασιστικός πράγματι ρόλος του ΚΚΕ αντιστοιχούσε στην ευρύτητα του αριστερού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος. Τουλάχιστον σε δύο κρίσιμα σημεία: στον αγώνα για την αποκατάσταση της ομαλότητας, που ήταν ο στόχος, και στην ανάγκη των συμμαχιών εναντίον της παρακρατικής Δεξιάς.
Το ζητούμενο για την καθημαγμένη αριστερά μετά την ήττα δεν ήταν ούτε η «επανάσταση», ούτε κατά συνέπεια η θεμελίωση ενός κόμματος «επαναστατικού» με «επαναστατικές μεθόδους». Ήταν η δημοκρατική ομαλότητα και η δύσκολη επανένταξή της στο πολιτικό σύστημα με ένα νέο κόμμα, ευρύτερο από το ΚΚΕ, που δεν θα συνδεόταν με την άμεση και πρακτική ευθύνη του αιματηρού εμφυλίου πολέμου και θα είχε μεγαλύτερη ευχέρεια να συνάψει συμμαχίες με πολιτικές δυνάμεις του κέντρου. Αυτός ήταν ο ρόλος του ΚΚΕ που, παρά την ήττα, διατηρούσε μεγάλο κύρος και σημαντική επιρροή.
Η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) προέκυψε σχεδόν αυθόρμητα το καλοκαίρι του 1951 από εναπομείναντα στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ και από εκείνα που απελευθερώθηκαν από φυλακές και εξορίες μετά τα πρώτα «μέτρα ειρηνεύσεως» του Ν. Πλαστήρα. Ήταν ο νέος κομματικός φορέας, ο οποίος προέκυψε κυρίως από την ανάγκη να επανενταχθούν οι δυνάμεις της Αριστεράς στο νόμιμο πολιτικό σύστημα.
Για «νέα πολιτική» δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της ΕΔΑ. Η δύναμη και το κύρος του ΚΚΕ μέσα στην ΕΔΑ δεν επέτρεπε τη διαμόρφωση πολιτικής ή πολιτικών μεθόδων που θα διαφοροποιούσε το νέο κομματικό φορέα. Αν και από τα πρώτα βήματα της ΕΔΑ, διατυπωνόταν από πολλά στελέχη το αίτημα και νέας πολιτικής και νέων μεθόδων.
Τότε ήταν που, μεταξύ και άλλων ζητημάτων, που αφορούσαν στις σχέσεις ΚΚΕ και ΕΔΑ, ανέκυψε και το ζήτημα των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια … φαντασίωση «επαναστατικής οργάνωσης» που δεν υπήρχε ή υπήρχε με τη μορφή στελεχών του ΚΚΕ που προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν τη σύλληψη. Το ΚΚΕ μετά τη στρατιωτική και πολιτική του συντριβή δεν ήταν σε θέση να στήσει αξιόλογες παράνομες οργανώσεις, διατηρούσε όμως, ως το 1958 τον «τύπο» και τη φαντασίωση των παράνομων οργανώσεων. επειδή τις θεωρούσε σαν ένα από τα στοιχεία του «επαναστατικού» του χαρακτήρα. Άλλωστε δυο απόπειρες να ξαναστήσει «παράνομο μηχανισμό», την πρώτη με το Νίκο Μπελογιάννη και τη δεύτερη με τον Χαρίλαο Φλωράκη, απέτυχαν οικτρά και, η πρώτη, τραγικά.
Αυτά τα ράκη των «παράνομων οργανώσεων» που δρούσαν παράλληλα με τις νόμιμες οργανώσεις της ΕΔΑ, αλλά και μέσα στην ΕΔΑ (δηλαδή τραγέλαφος) προσέφεραν δύο ειδών πολιτικά προσχήματα: Στον ηγετικό πυρήνα του ΚΚΕ το πρόσχημα ότι υπάρχει και αναπτύσσει «επαναστατική» δραστηριότητα, παράλληλη αλλά και διαφορετική από τη νόμιμη δραστηριότητα της ΕΔΑ, υπονομεύοντάς την από μέσα.
Το δεύτερο πρόσχημα ήταν πολύ πιο σημαντικό σε πολιτικές συνέπειες, γιατί επέτρεπε στην παρακρατική Δεξιά (Αμερικανοί, Παλάτι, Αστυνομία, Στρατός) να συντηρεί το μύθο του «κομμουνιστικού κινδύνου» να εντάσσει τη χώρα στην πρώτη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου και να διατηρεί το ανελεύθερο και καταπιεστικό κράτος της.
Τα απομεινάρια των «παράνομων οργανώσεων» διαλύθηκαν με απόφαση του κόμματος το 1958. Πριν από την απόφαση οι περισσότερες είχαν αυτοδιαλυθεί είτε γιατί δεν μπορούσαν να συντηρηθούν είτε γιατί δεν είχαν … τι να κάνουν. Για την ιστορία ας αναφερθεί ότι η απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ είχε στηριχθεί στην εισήγηση παράνομων στελεχών για την ανάγκη να διαλυθούν και ολόκληρη η «πολιτική δουλειά» να περάσει στη νόμιμη ΕΔΑ. Η εισήγηση εκείνη συνάντησε την άρνηση των «σκληροπυρηνικών» αλλά υποστηρίχθηκε από τους «ανανεωτικούς». Μετά τη διάσπαση του 1968 η διάλυση των «παράνομων οργανώσεων» ήταν ένα από τα επιχειρήματα των πρώτων εναντίον των δεύτερων.
Ο Γιώργος Γιωτόπουλος είχε προηγηθεί κατά 7-8 χρόνια με την επιμονή του να θεωρεί την ΕΔΑ κύριο φορέα του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα. Δεν ήταν διόλου παράδοξο. Αν θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά στην αγωνιστική συμπεριφορά του Γιώργου Γιωτόπουλου είναι η σοβαρότητα, η ειλικρίνεια και η πολιτική ωριμότητα.
Αντώνης Καρκαγιάννης
Πρόλογος του Κώστα Τσουράχη
Με τον Γιώργο Γιωτόπουλο είμαστε φίλοι μισόν αιώνα. Γνωριστήκαμε σε κρίσιμους σταθμούς της ζωής μας. Εκείνος μόλις είχε αποφυλακιστεί, ύστερα από μια οδυνηρή αλλά και συναρπαστική περιπέτεια, που περιγράφεται με ενάργεια αλλά και με την παροιμιώδη μετριοφροσύνη του στο τωρινό τρίτο βιβλίο του. Ο υπογραφόμενος, στα 18 μου, μόλις είχα στρατευθεί, για δεύτερη φορά. Την πρώτη φορά ήταν οικογενειακή υπόθεση και έγινε εν θερμώ. Τώρα ήταν προσωπική υπόθεση, ενσυνείδητη και εν ψυχρώ ένταξη.
Ο Γιώργος Γιωτόπουλος ανέλαβε τότε την ευθύνη της κομματικής νεολαίας στον Πειραιά, ουσιαστικά λίγες δεκάδες νέους κάπως προχωρημένης νεότητας, απόφοιτους του «εθνικού αναμορφωτηρίου» της Μακρονήσου και των φυλακών και αδειούχους εξόριστους. Μια οργάνωση ημινόμιμη και ημιπαράνομη, στην κυριολεξία.
Οι «αρμόδιες αρχές» δεν έπρεπε να πληροφορηθούν ότι στο νόμιμο κόμμα της ΕΔΑ λειτουργεί οργάνωση νεολαίας, ούτε οργάνωση εργατών. Και μόνη η υπόνοια ύπαρξής της οδηγούσε τα ύποπτα στελέχη στο τμήμα Μεταγωγών (δίπλα στο Ναυτικό Νοσοκομείο, στο Πασαλιμάνι) και με το πρώτο καράβι στον Αη Στράτη για μακρόχρονες διακοπές.
Το κόμμα ήταν νόμιμο, αλλά στην πόρτα του ήταν εγκατεστημένη η παρανομία, το νόμιμο παρακράτος. Στο τραπεζάκι του παρακείμενου καφενείου της οδού Αλκιβιάδου κάθονταν με βάρδιες μονίμως δύο αστυνομικοί του «Γραφείου Διώξεως Κομμουνισμού» που τους αποχαλούσαμε «καλησπεράκηδες». Συνήθιζαν να χαιρετούν προκλητικά κάθε μέρα τα ίδια ελάχιστα πρόσωπα που έμπαιναν στα γραφεία της ΕΔΑ («καλησπέρα Γιώργο», «καλησπέρα Γιάννη») και να σημειώνουν κάτι επιδεικτικά σ’ ένα χαρτί, υποτίθεται τα ονόματά μας. Εμείς παριστάναμε ότι δεν βλέπουμε ότι μας γράφουν κι αυτοί παρίσταναν ότι δεν βλέπουν ότι ξυνόμαστε, εξίσου επιδεικτικά.
Η έξοδος ήταν εξίσου μονότονη. Μας σταματούσαν, τα ίδια οικεία τους πρόσωπα, και ζητούσαν τις ταυτότητες μας για να ελέγξουν τα στοιχεία μας. Κάθε βράδυ, οι ίδιοι χαφιέδες, στους ίδιους -λίγους άλλωστε- επισκέπτες των γραφείων της ΕΔΑ.
Αυτή η, κατά Μιχάλη Κατσαρό, ανάπηρη δημοκρατία εξέθρεψε τη σύγχυση παρανομίας και νομιμότητας και μέσα στο κόμμα. Οι οργανώσεις των εργατών και της νεολαίας (ως … μη υπάρχουσες) συνεδρίαζαν με τσιλιαδόρους. Όταν έφθανε κάποιος μη μυημένος, ακόμη και ανώτατος κομματικός αξιωματούχος, η συνεδρίαση σταματούσε και διαλυόμαστε σε πηγαδάκια που συζητούσαν περί ανέμων και … καπιταλισμού.
Η βαθιά συνωμοτικότητα, βέβαια, οφειλόταν και σε εσωτερικούς λόγους. Στη νόμιμη κομματική δραστηριότητα της ΕΔΑ συμμετείχαν στελέχη που είχαν παράλληλη λειτουργία στις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ. Ειδικά στην οργάνωση της νεολαίας οι ίδιοι άνθρωποι το βράδυ ήταν στελέχη του νόμιμου κοινοβουλευτικού κόμματος και την ημέρα δρούσαν ως μέλη της παράνομης ΕΠΟΝ.
Σ’ αυτή την κρίσιμη φάση ανατέθηκε στον Γιώργο Γιωτόπουλο η ευθύνη της νεολαίας με απόφαση της ηγεσίας της ΕΔΑ. Φαντάζομαι ότι είχε προηγηθεί απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Και ήταν από τις ευφυείς αποφάσεις που έχουν πάρει οι ηγεσίες των δύο κομμάτων.
Η φάση ήταν κρίσιμη γιατί συντελούνταν ήδη ο εκφυλισμός του στρατοκρατικού μετεμφυλιακού κράτους και η αποτυχία του κοινοβουλευτικού πανίσχυρου παπαγικού Συναγερμού να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα που είχαν συσσωρεύσει ο παγκόσμιος και ο εμφύλιος πόλεμος.
Τα άλλα αστικά κόμματα συνειδητοποιούσαν ότι η μόνη δυνατότητα που είχαν για να επιβιώσουν ήταν η συνεργασία μεταξύ τους και όλων μαζί με τη διωκόμενη αριστερά, με τους ηττημένους του εμφυλίου, που είχε λήξει τυπικά μόλις πριν πέντε χρόνια.
Αυτή την απόπειρα την έκαναν στον Πειραιά, στις δημοτικές εκλογές του 1954. Το πείραμα πέτυχε. Η Δεξιά έχασε όλους τους δήμους της περιοχής, παρ’ όλα τα παρατράγουδα που σημειώθηκαν ανάμεσα στους συμμάχους των δημοκρατικών δυνάμεων. Ήταν το προοίμιο της πανδημοκρατικής συνεργασίας του 1956, που νίκησαν στην κάλπη οι δυνάμεις του κέντρου και της αριστεράς, αλλά έχασαν στους βουλευτές από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, νέο ηγέτη της Δεξιάς και εκλεκτό των Αμερικανών και Βρετανών.
Ο Γιώργος Γιωτόπουλος εκεί και τότε κατεύθυνε την πορεία από την παρανομία στη νομιμότητα με πλήρη γνώση και θέληση. Χρήσιμο- ποίησε την εξουσία που είχε κερδίσει με το σπαθί του στους μηχανισμούς του ΚΚΕ και της ΕΓΤΟΝ. Μια εξουσία, όμως, που την άσκησε με το προσωπικό του στυλ. Με σεμνότητα, με ευαισθησία, με πλήρη γνώση της πραγματικότητας, στην οποία είχε ενσωματωθεί πολύ εύκολα, παρ’ όλη τη μακρά απουσία της φυλάκισής του.
Ο Γιώργος Γιωτόπουλος έφθασε μέχρι τη θανατική καταδίκη χωρίς να αφομοιωθεί στον μανιχαϊσμό του «εμείς ή αυτοί». Έδειξε παλικαριά και αξιοπρέπεια, όπως χιλιάδες άλλοι σύντροφοί του, αλλά δεν φάνηκε να του διαφεύγουν ποτέ, μέσα στον ορυμαγδό της βίας, που ένιωθε και ο ίδιος στο πετσί του, οι αρχικοί στόχοι για ελευθερία, δημοκρατία και πρόοδο. Και παρότι ήταν θεληματικός άνθρωπος, όπως ήταν τα κομματικά στελέχη της κομμουνιστικής αριστεράς τότε, ήταν ταυτοχρόνως αμετακίνητος στην επιλογή των μέσων που «δεν μπορεί να αντιστρατεύονται την καθαρότητα των σκοπών μας, ούτε τα ήθη των τίμιων ανθρώπων της κοινωνίας μας», όπως έλεγε.
Ήταν ευτυχής συγκυρία που ο Γιώργος Γιωτόπουλος βρέθηκε στην ηγεσία της νεολαίας της ΕΔΑ, στον Πειραιά σ’ αυτή την περίοδο που μια νέα μεταπολεμική και μετεμφυλιακή γενιά έμπαινε από τη «στενή πύλη» στην Αριστερά. Η πολιτική εξέλιξη, οι κοινωνικές συνθήκες και η γοητεία της Αριστεράς προσέλκυαν χιλιάδες αγόρια και κορίτσια στη νεολαία της ΕΔΑ. Η εξάπλωση αυτής της επιρροής, η δραστηριότητα και η στράτευση ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της προσπάθειας του Γιώργου Γιωτόπουλου και των συνεργατών του. Ήταν ο καθοδηγητής με την αυστηρή έννοια που είχε ο ρόλος εκείνη την εποχή. Αλλά ήταν ταυτόχρονα ο ίσος μεταξύ ίσων, στην οργάνωση, στην παρέα, στην πλάκα. Εξέπεμπε ήθος, χωρίς ηθικολογίες, ενθάρρυνε και βοηθούσε για την ατομική πρόοδο του καθενός χωρίς να φοβάται και χωρίς να ζηλεύει, αγωνιζόταν για την επιβολή της κομματικής γραμμής χωρίς να κακιώνει με όσους διαφωνούσαν, απεχθανόταν τα «πισώπλατα μαχαιρώματα».
Κι αυτό, το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Γιωτόπουλου προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του τόπου μας και των ανθρώπων του, από τον πόλεμο κι εδώ. Μαζί με τα δύο προηγούμενα συνθέτουν την εικόνα του ζόφου, αλλά και της ανάτασης που έζησε η Ελλάδα. Την εικόνα, βέβαια, από τη μια πλευρά της κυρίως, φιλοτεχνημένη πάντως από έναν άνθρωπο δίκαιο, χωρίς μίση για τους αντιπάλους και χωρίς παρωπίδες για τους συντρόφους, από έναν άνθρωπο που έδωσε πάρα πολλά για το κοινό καλό ενώ δεν πήρε τίποτε με τη βοήθεια και της ανιδιοτέλειας και σεμνότητάς του.
Αυτό τον άνθρωπο τον αγαπώ, νιώθω ευτυχής που διασταυρώθηκαν τα βήματά μας, εγκαίρως για μένα, είμαι υπερήφανος που συνεργαστήκαμε για πολλά χρόνια και που είμαστε πάντα στενοί φίλοι. Εκτιμώ βαθύτατα και την πολιτική σκέψη του, παρότι δεν συμπίπτουν πάντα οι αναλύσεις μας για τα πολιτικά γεγονότα των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Κώστας Τσουράκης
Πρόλογος του Συγγραφέα
Όπως όλα σχεδόν τα πράγματα, που κλείνουν μέσα τους κάποια δυναμική, έτσι και το γράψιμο, τείνει στην εκπλήρωση του σκοπού του, τείνουν να ξεπεράσουν τα όποια εμπόδια, τις ελλείψεις. Αυτό ξεκινάει από μια εσωτερική παρόρμηση, από την ανάγκη να εκφράσει κάποιες σκέψεις, κάποιες ιδέες ή να διασώσει κάποια βιώματα, όταν είναι, και στο βαθμό που τα θεωρεί κανείς λίγο ή πολύ, αξιόλογα.
Γνωρίζω ότι δεν είμαι συγγραφέας, πολύ περισσότερο ξέρω πως δεν είμαι και ούτε μπορώ να γίνω ιστορικός. Δεν γράφω ιστορία, αν και ανήκω σε μια γενιά που σίγουρα έγραψε, δημιούργησε ιστορία. Όμως η συγγραφή της είναι έργο της επιστήμης, εγώ απλώς καταγράφω κάποια βιώματα, κάποια γεγονότα και καταστάσεις που έζησα έντονα και σφράγισαν τη ζωή μου.
Στη μεγάλη όσο και δύσκολη εποχή της Εθνικής Αντίστασης δεν υπήρξα μεγάλο στέλεχος για να βαραίνει ο λόγος και η γραφή μου. Υπήρξα ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές που αποδέχθηκαν τα μηνύματα των καιρών, την απαίτηση του λαού για επιβίωση. Ένας από τις πολλές χιλιάδες αγωνιστές που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της σκλαβωμένης πατρίδας, που μετουσίωσαν τα μηνύματα σε καθήκον ζωής και αγώνα. Ένας από τους πάρα πολλούς που σαν βρέθηκαν μπροστά στον κίνδυνο -όπως λέει και ο Περικλής στον Επιτάφιό του- προτίμησαν να σταθούν και -σαν χρειασθεί- να πέσουν, παρά υποχωρώντας να γλιτώσουν, γιατί αυτό ήταν σύμφωνο με την τιμή και την πεποίθησή τους... Και στάθηκαν για πολλές δεκαετίες εκεί που, ο αγώνας του δίκιου, του σωστού και του ωραίου, τους είχε τάξει. Έμεινα προσηλωμένος μαχητής, εκεί που οι «αποφάσεις», οι «γραμμές» σοφές ή όχι, σωστές λίγο ή πολύ, έπρεπε να γίνονται πράξη, να υλοποιούνται. Εκεί που ο λαός καλείτο σε θυσίες, σε προσφορά και αγώνα για να γίνουν πράξη τα ιδανικά, να δουν το φως τα όνειρα των απλών ανθρώπων.
Πρέπει να πω ότι η πηγή τούτου του γραφτού δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ανάγκη εξομολόγησης και η συνέχεια χιλιάδων σελίδων μιας αλληλογραφίας. Μιας αλληλογραφίας που στάθηκε ό,τι η ανάσα για τον ζωντανό οργανισμό.
Είκοσι και πάνω χρόνια, δύσκολα, βασανιστικά, γεμάτα αμέτρητες σελίδες αλληλογραφίας που πασχίζουν να κρατούν την ψυχή λεύτερη πίσω από τα σίδερα, πέρα από τις θάλασσες σε φυλακές και ξερονήσια. Και δεν αποτελεί παρά απλή καταγραφή κάποιων επεισοδίων, περιστατικών. που ίσως βοηθήσουν κάποτε, μαζί με τις μαρτυρίες των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών, τον ιστορικό επιστήμονα.
Πρόκειται για μια αλληλογραφία που η κάθε σελίδα, ακόμη η κάθε λέξη της ήταν περασμένη μέσα από όλους τους κύκλους της κόλασης. Σελίδες περασμένες από ένα καμίνι, από ένα καθαρτήριο και εξιλαστήριο πυρ. Αράδες που φλόγιζαν την ψυχή, πλήγωναν τη σκέψη και μακέλευαν την καρδιά, σε μια προσπάθεια να φέρουν πέρα από τις αποστάσεις, τα ψηλά ντουβάρια, το ψυχρό, το αδιάκριτο, το χαφιέδικο μάτι του λογοκριτή, το μήνυμά τους. Του λογοκριτή που «αλλοίωνε» την κάθε έννοια, τα κόμματα, τις τελείες, τα θαυμαστικά ή τα ερωτήματα. Του λογοκριτή, αυτής της ενσάρκωσης του Μεσαίωνα, που εννοούσε να είναι ο κυρίαρχος κρατουμένων, αλλά όλων όσοι εννοούσαν να τους συμπαραστέκονται. Και πλάι σ’ αυτόν, η Δαμόκλεια Σπάθη του Βασιλικού Επιτρόπου, που καρτέραγε ακόμη και με μια φράση, να παραπέμψει τον κρατούμενο ξανά στο στρατοδικείο και εσπευσμένα στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Παράξενο ίσως, όμως στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία περίσσεψαν οι «επίτροποι», μια και οι βασιλιάδες της δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ.
Από τον πρώτο εκείνο, τον διανοητικά και σωματικά ανάπηρο Βαυαρό, που ο μπαμπάς του τον εξόπλισε με κουστωδία επιτρόπων για να καταδυναστεύουν αποτελεσματικά, προς το συμφέρον των «προστάτιδων» δυνάμεων, τους ατίθασους, ρέμπελους Έλληνες, μέχρι τους χασάπηδες - Κοκορέτσες - Ταμβακάδες - Στασινόπουλους κι άλλους επιτρόπους που διάλεξε η «προστάτιδα» Αγγλία για να στηρίζουν τους εστεμμένους υπαλλήλους της στη χώρα μας.Ήταν η αλληλογραφία και μια προσπάθεια να μην στεγνώσει η ψυχή, να μεταφέρει τα μηνύματα αγάπης από το σπίτι, τη μάνα, τα αδέρφια, τους φίλους, τους συναγωνιστές, απ’ όλους αυτούς που πάλευαν συντελώντας έτσι να κρατιέται άσβεστος ο δαυλός της σκέψης, της θέλησης, του αγώνα.
Κάποτε, μετά την έκδοση του σχετικού με τη ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ βιβλίου μου «Πέντε και μια από τις μέρες της Μακρονήσου», μια φίλη και συναγωνίστρια παλιά και πρόσφατα, με χρόνια φυλακής και εξορίας, που και η ίδια είχε γνωρίσει το Μακρονήσι, με ρώτησε: «Πώς άντεξες να ξαναζήσεις γράφοντας τις μέρες εκείνες;» Αυτό σήμαινε πως δεν είχα αποτύχει στην προσπάθειά μου να καταγράψω, να δώσω σωστά το κλίμα τρόμου ενός χώρου και μιας καταραμένης εποχής.
Με το δεύτερο βιβλίο μου «Έτσι για να μην ξεχνάμε», άλλος φίλος πάλι και συναγωνιστής, διαβάζοντάς το, και κυρίως τον πρόλογο, έκανε μία διαπίστωση, «έχει», μου είπε «μία απέραντη πίκρα». Αυτό με έκανε να διαβάσω "ξανά το βιβλίο εκείνο. Ίσως να μην είχε άδικο ο φίλος... Χαίρομαι δε που αυτό έγινε χωρίς να το καταλάβω, έγινε αθέλητα και πιστεύω πως η έλλειψη της πικρής γεύσης θα ήταν δείγμα μεγάλης, όψιστης παρακμής και εκφυλισμού μιας ολόκληρης γενιάς που της άρπαξαν τον καρπό των αγώνων και των θυσιών μες από τα χέρια της. Πιστεύω και θα ήταν ευχής έργο, αν αυτή τη γεύση πίκρας είχαν όλοι εκείνοι που υπεύθυνα χειρίστηκαν την τύχη του μεγάλου εκείνου αγώνα.
Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για μια ατομική πίκρα και θλίψη. Προσωπικά, αν ήταν μπορετό να αρχίσω ξανά από την αρχή και πάλι τον ίδιο δρόμο θα έπαιρνα.
Άλλος φίλος, απογοητευμένος προσωπικά από μένα και τον πρόλογο του βιβλίου, μου παρατήρησε ελαφρώς σκωπτικά: «Καλά, πού το βρήκες ότι η πρωτοπορία της σμίκρυνε τη γενιά εκείνη της Αντίστασης ξεχνάς πως πρόκειται για ήττα σε μια πολεμική αναμέτρηση». Δεν νομίζω πως είναι εύκολο, ούτε σκόπιμο να μεταφερθεί εδώ μια πολύωρη κουβέντα που ακολούθησε. Όμως κάποιες εμπειρίες πιστεύω πως έχουν τη θέση τους σε τούτο τον πρόλογο. Και τούτο γιατί αποτελούν περιστατικά από την καθημερινή πρακτική που ακολούθησε και ακολουθεί δυστυχώς η «πρωτοπορία».
Έχει, πιστεύω, την αξία της η αναφορά αυτή στην καθημερινή πρακτική που ακολουθήθηκε, γιατί σμίκρυνε όχι μόνο μια και δύο γενιές, αλλά και σήμερα συνεχώς σμικραίνει τα «ποσοστά» και το πιο δυσάρεστο εξαφανίζει την προοπτική.
Θλιβερά μακρύς ο κατάλογος επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών της «πρωτοπορίας» που επισημαίνοντας την εξόφθαλμα λαθεμένη πολιτική της μετά βαφτίστηκαν ξαφνικά με χίλια δύο ανατριχιαστικά επίθετα και διαγράφτηκαν από το χάρτη. Κι αυτό γιατί ποτέ δεν είχε η ηγεσία της «πρωτοπορίας» την παλικαριά να αναλάβει τις ευθύνες και τις συνέπειες της πολιτικής της.
Σμίκρυνε λοιπόν και σμικρύνθηκε η «πρωτοπορία». Προσωπικά πιστεύω πως αυτό έγινε από τη στιγμή που η ίδια έγινε αιχμάλωτη της ιδεολογίας της. Ας μην ξεγελιόμαστε, στην περίπτωση μας, αυτή λειτούργησε παγιδευτικά.
Βέβαια η ιδεολογία αποτελεί τον «κριό» για την εκπόρθηση. Μετά όμως το γκρέμισμα και από τη στιγμή που ο «κριός» θα λατρευτεί ως σταυρός, κόμμα - η ιδεολογία γίνεται αυτοσκοπός και αρχίζει ο αγώνας για την καθαρότητά της.
Η αριστερά, δυστυχώς, στη χώρα μας υπέταξε την επιστήμη, την πολιτική οικονομία, τη διαλεκτική, τον ιστορικό υλισμό, τον Μαρξ, τα ιδανικά, τα πάντα σε μια γενικόλογα, αερολόγα ιδεολογία. Αντικατέστησε τα πάντα με τον ιδεολογικό φανατισμό, τον εμπειρισμό, την ιδεολογική προπαγάνδα. Υπέταξε τα πάντα στη σκοπιμότητα της στιγμής, στην ανάγκη υπεράσπισης της καθαρής πίστης. Κήρυξε την ορθοδοξία, περιχαρακώθηκε, φόρεσε παρωπίδες και έκανε το κόμμα αυτοσκοπό.
Πρόθεσή μου είναι να αναφερθώ στα «μικρά» της καθημερινότητας γιατί με αυτά διαποτίζεται η δράση όλων μας, μικρών ή μεγάλων, στο λαϊκό μας κίνημα. Εξάλλου νομίζω πως αυτές οι μικρές μας πράξεις, φέρουν πιο άμεσα τη σφραγίδα της ιδεολογίας.
Αναφέρω ένα μόνο περιστατικό της «καθημερινότητας», που αποτελεί για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία επιβεβαίωσης του ρόλου της «ιδεολογίας» πάνω σε ωραίους ανθρώπους, αγωνιστές, που τους μετάλλαξε σε πιστούς ζηλωτές, αναζητητές της αιώνιας αλήθειας και της συγγνώμης.
Κάποτε στην παλαιά ΕΔΑ και στη Νεολαία της, μιλάμε για μια εποχή πριν 25 περίπου χρόνια, υπήρχε μια κοπελίτσα πολύ καλή, δραστήρια, που προερχόταν από οικογένεια αγωνιστών στον Κορυδαλλό. Δούλευε τότε εμποροϋπάλληλος. Ήταν στέλεχος της Νεολαίας στον κλάδο της. Μαχητική, αντιμετώπιζε όλες τις δυσκολίες και την τρομοκρατία της δεξιάς τη δεκαετία του 1960. Με την ίδρυση των Λαμπράκηδων ήταν στέλεχος τους.
Ήρθε όμως η «Χούντα» και η φίλη μας σε κάποια φάση, δεν ξέρω και κάτω από ποιες συνθήκες «λύγισε» και υπέγραψε «δήλωση μετάνοιας». Στη μεταπολίτευση του 1974 και πιο συγκεκριμένα στις εκλογές της «Ενωμένης Αριστεράς» τη βρίσκουμε να παλεύει στις γραμμές του ΚΚΕ εσ. Αρκετές φορές τη συναντούσα και χαιρόμουν το κέφι και τη δραστηριότητά της. Όμως μετά από 3-4 χρόνια τη συναντάω να δουλεύει με έναν εξωκομματικό φορέα του ΚΚΕ. Κατάλαβα και χωρίς να μου κάνει ξεχωριστή αίσθηση το πράγμα, απέφυγα να το συζητήσω, απλώς καλαμπούρισα λίγο μαζί της. Η ίδια όμως θεώρησε αναγκαίο να μου δώσει κάποιες εξηγήσεις και αφού προεισαγωγικά μου είπε για τα αισθήματα εκτίμησης που νιώθει απέναντι μου, συνέχισε εκθέτοντας τους λόγους που την έπεισαν να εγκαταλείψει το ένα ΚΚ και να προσκολληθεί στο άλλο, το «ορθόδοξο», όπως το χαρακτήρισε... «Η Βαρβάρα -λέει- μου άνοιξε τα μάτια, που είπε πως αυτό δεν μπορεί να είναι κόμμα κομμουνιστικό (εννοούσε το ΚΚεσ.) από τη στιγμή που δέχθηκε εμένα, που είχα κάνει δήλωση, στις γραμμές του. Ενώ έπρεπε εγώ να περάσω από δοκιμασία». Έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Ομολογώ πως μου ήρθε κεραμίδα. Τόση πολιτική θρησκευτικότητα μου ήταν αδύνατο να τη συλλάβω. Το μόνο που δεν μπόρεσα να αποφύγω ήταν η ερώτηση: «Ώστε κάνεις τώρα την περίοδο της δοκιμασίας σου στον Σύνδεσμο;». «Ναι» λέει με την πεποίθηση πως έτσι εξασφάλιζε την εξιλέωση ...
Δεν μπορούσα να αρθρώσω άλλη λέξη, την κοίταξα καλά. Κοίταξα στα χέρια της αν κράταγε κομποσκοίνι. Θυμήθηκα τη γριά μητέρα μου, με τον ξομολόγο, με τον «κανόνα» εξιλέωσης, τις εικοσαριές μετάνοιες, τα κομποσκοίνια κι άλλα πολλά προκειμένου να γίνει άξια των αχράντων μυστηρίων. Τη χαιρέτησα με λύπη και εγκαρδιότητα. Καθώς απομακρυνόταν την ξανακοίταξα. Σκέφτηκα πως σαν την ξανασυναντήσω κάποιο «φωτοστέφανο» θα περιβάλλει το κεφάλι της, ενώ θα κυκλοφορεί με τις «ολομέλειες» υπό μάλης
Έτσι μου ’ρθε να χτυπήσω το κεφάλι μου στο ντουβάρι. Τόση και τέτοια εκμετάλλευση της ατυχίας ενός ανθρώπου δεν τη χώραγε το μυαλό μου. Τι να πρωτοσκεφτεί κανείς, τις απόψεις θέσφατα της Βαρβάρας ή την τρομερή αποδοχή τους για την εξασφάλιση της «συγγνώμης»... Σε τι επίπεδα έπεσε αλήθεια ο «διαλεκτικός υλισμός». Δεν νομίζω πως θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο ανίερη εκμετάλλευση κάποιων ενοχών.
Ολοφάνερα πρόκειται για ένα σταυρικό πρόβλημα που ακολουθεί την αριστερά, από την ίδρυσή της. Το σωστότερο ασφαλώς είναι πως αποτελεί «το σταυρικό ζήτημα» της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες, από τη στιγμή που ο άνθρωπος χρησιμοποίησε τη μετάνοια, τη μεταμέλεια σαν όπλο ηθικής εξουθένωσης του αντιπάλου.
Όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι αγωνιστές με «προβληματικές» κατηγορίες, επί της 4ης Αυγούστου υπήρξαν ανάμεσα στους εμπνευστές, στους σημαιοφόρους της Εθνικής Αντίστασης. Στάθηκαν μπροστάρηδες και θυσιάστηκαν, πρόσφεραν τα πάντα παίρνοντας εκδίκηση για το αδικοσκοτωμένο «πιστεύω» τους, από τη δικτατορία του Μεταξά.
Μπήκαν μπροστά και πέρα από τον ηρωισμό και την πλούσια πείρα διέθεταν και μυαλό. Πολλοί και πάρα πολλές φορές έβλεπαν τα λάθη της ηγεσίας, που πίστευε πως ήταν αλάθητη, όμως δεν είχαν τη δύναμη να ξεπεράσουν το «κόμπλεξ» και έμεναν οι άνθρωποι του ΕΑΜ, δηλαδή του «Συνδέσμου», οι «εξωκομματικοί». Τρανό παράδειγμα και τραγικό μαζί, ο πολέμαρχος του ΕΛΑΣ ο Άρης. Ήξερε, έβλεπε, διαφωνούσε, την κρίσιμη όμως στιγμή δεν τόλμησε και όταν τόλμησε ήταν αργά, ήταν πια αποδιοπομπαίος, ο προσκυνημένος «Μιζέριας».
Αυτό ήταν το σταυρικό δράμα της αριστεράς και το αστικό κράτος και η «Ασφάλεια» το ξέρανε το μυστικό. Ξέρανε αυτοί με πόσα βασανιστήρια, κάτω από ποιες συνθήκες είχαν αποσπάσει τις περίφημες «δηλώσεις» από τις δεκάδες, τις εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές του λαού.
Ξέρανε αυτοί τι αντίκρισμα είχαν αυτές, ξέρανε όμως πολύ καλά από ψυχολογία, από μηχανισμούς, από θρησκεία, ανάνηψη και τι θα πει τραυματισμένος εγωισμός.
Αναντίρρητα στη ζωή των λαών υπάρχουν εποχές μεγάλης ιστορικής σημασίας και άλλες λιγότερο. Εποχές γόνιμες, δημιουργικές. Υπάρχουν συγκυρίες που οδηγούν ολόκληρους λαούς σε παρακμή και άλλες που η ιστορία σπεύδει ασθμαίνουσα να καταγράψει το μεγαλείο τους, να αποθανατίσει τα γεγονότα, να φωτίσει, να τα παραδώσει στον χρόνο και στις γενιές που έρχονται.
Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά τη μεγάλη νίκη, αλλά ταυτόχρονα και τη μεγάλη ήττα, τα οράματα, οι πόθοι μένουν και εμπνέουν. Όσο κι αν προσπάθησαν οι «νικητές» να τα σπιλώσουν, να τα αμαυρώσουν, αυτά είναι βαθιά ριζωμένα στην ψυχή του λαού και η Ιστορία καλείται πια να τα μετουσιώσει σε διδάγματα και περιεχόμενο για τις γενιές που θα τα πάνε πιο πέρα και ασφαλώς θα τους δώσουν σάρκα και οστά.
Η Ελλάδα των «νικητών», που αν και χωρίς οράματα νίκησαν ελέω Τσόρτσιλ και Σκόμπυ, ελέω σχεδίου Μάρσαλ και δόγματος Τρούμαν, αυτή, η Ελλάδα της Εθνικοφροσύνης, των εκτελεστικών αποσπασμάτων, των Μακρονήσων, του «ανήκομεν εις την δύσην», έμεινε φτωχή και υπανάπτυκτη.
Δεν είναι όμως από καπρίτσιο της ιστορίας που οι νικημένοι Ιάπωνες αποτελούν σήμερα μια οικονομική υπερδύναμη. Η Ιταλία και προπαντός η Γερμανία πολύ γρήγορα αναρρώσαν από την ήττα τους. Ενώ η νικήτρια Ελλάδα των ηρώων χάρις στους μεγάλους «συμμάχους» στους ανερμάτιστους πολιτικούς της, χωρίς να αναφερόμαστε στους ξεπουλημένους, έμεινε μια σχεδόν μια αποικία των «συμμάχων». Όπως ακριβώς την ήθελαν οι βασιλιάδες και όλοι οι βασιλικοί της άνδρες.
Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην κα Καίτη Καζαντζή που ασχολήθηκε με την δακτυλογράφηση και την σελιδοποίηση του κειμένου και τις εκδόσεις ΜΠΕΝΟΥ για την επιμέλεια που επέδειξαν για την έκδοση αυτή.
Ο συγγραφέας
Γιώργος Γιωτόπουλος
Γιωτόπουλος Γιώργος: ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή στον νεαρό Δημήτρη Σουλιώτη !!!