Η ταινία βραβεύτηκε στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Μόσχας του 1985 με τη διάκριση της Καλύτερης Ταινίας και το Βραβείο FIPRESCI.
Μετά την προβολή ακολουθεί συζήτηση με τον ιστορικό Κώστα Ράπτη καθηγητή Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΥΠΟΘΕΣΗ:
Στο επίκεντρο της ιστορίας ο 12χρονος Φλόρια που ξεθάβει ένα χαμένο όπλο και κατατάσσεται στον Κόκκινο Στρατό ανυπομονώντας να ζήσει σαν παρτιζάνος. Η φαντασίωσή του όμως διαλύεται όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Οι συμπολεμιστές του, τον αφήνουν πίσω για να τον προστατεύσουν και εκείνος απομένει μόνος. Συναντά την έφηβη Γκλάσα που κι αυτή έμεινε μόνη της.
Μαζί επιστρέφουν στο χωριό του Φλόρια, όπου ανακαλύπτουν ότι όλοι οι κάτοικοι - και η οικογένειά του - έχουν σφαγιαστεί. Ο Φλόρια συνεχίζει την περιπλάνηση και ξεκινά για μια νέα αποστολή: να βρει τροφή για τους αβοήθητους κατοίκους του γειτονικού χωριού. Στο δρόμο, θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας της σφαγής. Βλέπει τους Ναζί να στοιβάζουν τους ανήμπορους άμαχους σε μια αποθήκη και να βάζουν φωτιά, αφανίζοντας μαζί και την αθωότητα του Φλόρια, που εμφανώς αρχίζει να γερνά. Αντιμέτωπος με την κτηνωδία, τα μαλλιά του ασπρίζουν και το πρόσωπό του γεμίζει ρυτίδες.
Δεν μετανιώνω που έκανα αυτήν την ταινία - λέει ο Ελεμ Κλίμοφ. Κάποιος πρέπει να κάνει τη διαφορά πού και πού, ώστε να γίνει κάτι αξιόλογο! Εδώ βρίσκεται το μυστικό της καλής δουλειάς. Να μπορείς να προσφέρεις στον κόσμο κάτι πραγματικά σοβαρό, πραγματικά, μεστό νοήματος!
Ο σκηνοθέτης Ελεμ Κλίμοφ, γεννήθηκε στο Στάλινγκραντ στις 9 Ιουλίου 1933 σε οικογένεια κομμουνιστών. Το όνομά του είναι ακρωνύμιο των Ενγκελς/ Λένιν/ Μαρξ. Το 1957 αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Αεροπορίας. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι έπειτα μπήκε στο VGIK, την περίφημη ανώτατη Κρατική Σχολή Κινηματογράφου, από όπου αποφοίτησε το 1964. Δούλεψε ως κινηματογραφιστής κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του σοβιετικού κράτους, μια περίοδο μεταίχμιο, που ο κινηματογράφος στρεφόταν από τον κοινωνικό ρεαλισμό προς πεδία περισσότερο προσωπικών δραμάτων ανιχνεύοντας το άτομο / πρόσωπο και το ρόλο του σε μια κοινωνία σε τροχιά αλλαγής. Ο Κλίμοφ κατόρθωσε να γυρίσει μόνο πέντε μεγάλου μήκους ταινίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Το κύκνειο άσμα του «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» - ταινία για την τεσσαρακοστή επέτειο της Αντιφασιστικής Νίκης - αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές, αντιπολεμικές ταινίες παγκοσμίως. Βραβεύτηκε με τη διάκριση της Καλύτερης Ταινίας και του Βραβείου FIPRESCI, στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Μόσχας του 1985. Ο Κλίμοφ πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 2003.
«Ένιωθα πολύ άσχημα που δεν είχα γυρίσει μια ταινία για τον πόλεμο - διηγείται ο σκηνοθέτης. Γεννήθηκα στο Στάλινγκραντ και σαν παιδί είχα φυσικά βιώσει όλους τους βομβαρδισμούς. Μας θυμάμαι να διασχίζουμε τον Βόλγα και να περνάμε τα Ουράλια, η μητέρα μου, ο αδερφός μου βρέφος κι εγώ. Ήταν Οκτώβρης του 1942. Καθόμαστε κάτω από ένα υπόστεγο στο πλοιάριο. Το Στάλινγκραντ εκτεινόταν στα δεξιά του ποταμού. Ήταν μια μακριά - σαν σωλήνας - πόλη, είχε μήκος ατέλειωτα χιλιόμετρα και στο βάθος του ορίζοντα άρχιζε η στέπα και τα βουνά. Η πόλη ολόκληρη είχε τυλιχτεί στις φλόγες... ακόμα και το ποτάμι καιγόταν! Είχαν βομβαρδίσει έναν πετρελαϊκό σταθμό που έπεσε στο ποτάμι και το νερό πήρε φωτιά. Μας βομβάρδιζαν συνεχώς, το νερό έβραζε ...».
«Οι μανάδες κάλυπταν τα παιδιά με τα κορμιά τους. Έριχναν πάνω μας κουβέρτες, μαξιλάρια ό,τι έβρισκαν. Εγώ κρυφοκοιτούσα, ήμουν περίεργος. Ο πατέρας μου είχε μείνει στο Στάλινγκραντ να πολεμήσει. Είμαι φορτισμένος με ανεξίτηλες αναμνήσεις από κείνη την κόλαση που μέσα μου μένει πάντα ζωντανή! Αυτή, η προσωπική μου μαρτυρία, ήταν ο κύριος λόγος που με ώθησε να γυρίσω μια ταινία για τον πόλεμο».
«Ένας ακόμη λόγος ήταν η αίσθηση ότι ο κόσμος βρισκόταν τότε στο χείλος της καταστροφής. Νιώθαμε στο πετσί μας, ότι, όπου να 'ναι, θα ξεσπούσε ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε φτάσει σε σημείο που η παραμικρή ανισορροπία θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμια καταστροφή.
Ένας τελευταίος λόγος είχε να κάνει με την ταινία μου "ΑΓΩΝΙΑ" (ένα αμφιλεγόμενο project για την 60στή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, μια αξιοσημείωτη συνάθροιση επικαίρων, παλαιών φωτογραφιών και σταδιακά ταμπλό που αναδημιουργούν τις τελευταίες μέρες της Αυτοκρατορικής Ρώσικης Αυλής). Είχα απογοητευτεί από μένα - λέει ο Κλίμοφ. Είχα εξαιρετικό πρωτογενές υλικό και ένα θαυμάσιο επιτελείο. Δεν στάθηκα ικανός να εκφράσω όλες αυτές, τις ιδιαίτερα πολύπλοκες συναισθηματικές καταστάσεις, που ήθελα να διερευνήσω. Δεν ήμουν έτοιμος γι' αυτό και μου βγήκε έτσι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας. Έψαχνα για το υλικό που θα μπορούσε να με αποκαταστήσει "στα μάτια μου". Τυχαία, έπεσε στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα του Λευκορώσου Αλες Αντάμοβιτς γόνου οικογένειας ανταρτών που έφηβος την εποχή του πολέμου, θυμόταν τα πάντα. Διάβασα το "Η Ιστορία του Κατίν", υλικό εξαίρετο λόγω της ζωντανής αφήγησης και της επιδεξιότητας στην περιγραφή της ναζιστικής κατοχής στη Λευκορωσία και της γενοκτονίας του πληθυσμού!»
«Γνωρίστηκα μαζί του, τον συμπάθησα πολύ και αρχίσαμε να γράφουμε μαζί το σενάριο, ακολουθώντας το πνεύμα του βιβλίου. Τελειώσαμε και αρχίσαμε να ψάχνουμε για τοποθεσίες και ηθοποιούς. Ξέραμε ότι ο πρωταγωνιστής θα ήταν ένα μικρό αγόρι. Απαιτητικός ο ρόλος με ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις. Βρήκαμε ένα τέτοιο παιδί από τη Σιβηρία, 12 χρόνων. Τότε, τυχαία μας φανερώθηκε και ο τίτλος της ταινίας: ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ».
Το φιλμ του Ελεμ Κλίμοφ αποτελεί ένα συγκλονιστικό έπος των φρικαλεοτήτων των ναζί και συνιστά απόλυτη καταδίκη του πολέμου. Η ιδέα, σε ό,τι αφορά το οπτικό αποτέλεσμα ήταν εξαρχής να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με ντοκιμαντέρ. Η εικόνα έπρεπε να εκπέμπει α-χρωματική αίσθηση, η κάμερα - συχνά στον ώμο - έπρεπε να δημιουργεί την εντύπωση της υποκειμενικότητας στην παρατήρηση και την κίνησή της, στην καρδιά των γεγονότων και τα ειδικά εφέ να μη φαντάζουν κίβδηλα. Τα κοστούμια σε αποχρώσεις σκούρες, ώστε να μην ξεχωρίζουν τα χρώματα. Τα πάντα βρίσκονταν σε αυστηρή αρμονία. Ακόμα και οι εκρήξεις που είναι αυθεντικές στις σκηνές με τους ναζί. Δημιουργήθηκε μια τέτοια ατμόσφαιρα που οι ηθοποιοί ένιωθαν στο μεδούλι τους πραγματικό τρόμο. Πολλά απ' αυτά πραγματοποιούνταν για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά.
«Αρχίσαμε», διηγείται ο Ελεμ Κλίμοφ, «τα ιδιαίτερα χρονοβόρα και δύσκολα για τον μικρό πρωταγωνιστή γυρίσματα στη Λευκορωσία. Ο μικρός ερασιτέχνης ηθοποιός θα μπορούσε να καταλήξει στο ψυχιατρείο, λόγω των εμπειριών απόγνωσης που βίωσε κι όχι μόνο στη σκηνή που πνίγονταν στο βάλτο. Ο βάλτος ήταν πραγματικός, ο αέρας γεμάτος αναθυμιάσεις με διοξείδιο του άνθρακα να αιωρείται. Μια φορά, μια ρουκέτα εξερράγη στον αέρα ενώ ένα αλεξίπτωτο έπεφτε την ίδια ώρα. Και όλο αυτό, έπρεπε να το μοντάρουμε σε μια σεκάνς. Ηταν και εκείνη η τρομαγμένη αγελάδα που παραλίγο να μας λιώσει όλους...».
Ο μικρός Φλόρια εκμυστηρεύτηκε ότι το χειρότερο γι' αυτόν ήταν οι σκηνές στον ξύλινο αχυρώνα, εκεί που είχε στοιβαχθεί ολόκληρο το χωριό. «Εκεί μέσα έζησα τη χειρότερη εμπειρία. Κόντεψα να τρελαθώ».
Το 1943 η ναζιστική λαίλαπα ισοπέδωσε πυρπολώντας τα 628 χωριά κι έκαψε ζωντανούς γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους, το ένα τέταρτο δηλαδή του πληθυσμού. Αυτό είναι ένα μόνο μέρος της πληθώρας των αδιανόητων φρικαλεοτήτων και βιαιοπραγιών που οδήγησαν στο θάνατο 2 εκατομμύρια 200 χιλιάδες Λευκορώσων, με τις μνήμες από το ολοκαύτωμα ακόμα ολοζώντανες! Οι εικόνες καταστροφής στην ταινία είναι από τις πιο μεγαλειώδεις μαζικές σκηνές του σύγχρονου κινηματογράφου, ενώ επιτυγχάνεται ένα τέτοιο επίπεδο ασυνήθους έντασης μέσα από το ορμητικό μοντάζ και τις δυνατές τόσο σε οπτικό όσο και σε ακουστικό επίπεδο εικόνες που αφήνουν στο θεατή μια σχεδόν φυσική αίσθηση ερήμωσης. Η απεικόνιση της βίας βγαίνει από τα σπλάχνα της ταινίας με τον ίδιο τρόπο που αυτή προσεγγίζει και το υπερρεαλιστικό στοιχείο, κάτι που την καθιστά στιλιστικά πειραματική...
Ο Αμερικανός ηθοποιός Σον Πεν μιλώντας για την ταινία του Κλίμοφ αναφέρει ότι πριν κάποια χρόνια ο πατέρας του, βετεράνος σε περισσότερες από 36 αποστολές στο Βερολίνο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, του τηλεφώνησε και του είπε να αφήσει στην άκρη ό,τι κι αν έκανε για να πάει στο Πανεπιστήμιο του Λος Αντζελες (UCLA), γιατί το τμήμα μιας σχολής είχε προγραμματίσει την προβολή μιας ρώσικης ταινίας, ενός κάποιου σκηνοθέτη ονόματι Κλίμοφ την οποία επ' ουδενί έπρεπε να χάσει. Στον πατέρα μου - λέει ο Πεν - δεν άρεσαν οι πολεμικές ταινίες, αφενός για τις ανακρίβειές τους και αφετέρου για τη ρομαντική θεώρηση των μαχών. Η ταινία όμως αυτή, το «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» - συνεχίζει ο Πεν - ήταν μια εξαιρετική αντιπολεμική μαρτυρία που θα μείνει χαραγμένη μέσα μου όχι μόνο λόγω της κινηματογραφικής της ποιότητας, αλλά κυρίως για την ποιότητα της ανθρωπιάς της.
Με τον ένα ή άλλο τρόπο, τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν. «Ηταν μεγάλη έκπληξη για μένα ότι εκατομμύρια άνθρωποι τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό την είδαν - αναφέρει ο Κλίμοφ. Σε πολλές χώρες αγοράστηκε και προβάλλεται ακόμα. Τα βραβεία και οι διακρίσεις που έλαβε δεν αποτελούν παράγοντα που συνέβαλε στη δημοτικότητά της. Και αν οι άνθρωποι είχαν πιο γερά νεύρα, το κοινό της ταινίας θα ήταν απείρως μεγαλύτερο. Το φιλμ είναι αρκετά συγκρατημένο παρότι θα μπορούσαμε να είχαμε δείξει περισσότερες και οδυνηρότερες φρικαλεότητες, αληθινές και ακριβείς, γιατί το θέμα αυτό είναι ιερό, ώστε να τολμήσει κανείς να το παραχαράξει. Ομως, κανείς δεν θα άντεχε να τις δει αυτές τις εικόνες και η δουλειά μας θα πήγαινε πρακτικά χαμένη. Υπάρχει απόλυτη κατανόηση για τις γυναίκες που εκφράζουν το φόβο τους και για τις περιπτώσεις ακόμα, στη Ρωσία και την Ουγγαρία, που θεατές «έφυγαν» από την αίθουσα μέσα σε ασθενοφόρο. Ωστόσο, η ζωή της ταινίας συνεχίζει την πορεία της στις οθόνες πλήθους χωρών.
Μετά τη συγκλονιστική δοκιμασία με την ταινία «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» ο Ελεμ Κλίμοφ δεν μπόρεσε να δουλέψει ξανά και έβαλε ο ίδιος τέρμα στην καριέρα του για πολλούς και διάφορους λόγους. Το πολιτικό σκηνικό μιας Ρωσίας που άλλαζε με ταχύτατους ρυθμούς και οι επιπτώσεις που αυτές οι αλλαγές συνεπάγονταν για τον πολιτισμικό τομέα, έπληξαν τον Κλίμοφ που είχε διοριστεί το 1986, Πρώτος Γραμματέας της Ενωσης Σοβιετικών Σκηνοθετών. Η παλαιά φρουρά τώρα αντικαθίσταται με μια καινούργια και ο Κλίμοφ βρίσκεται αντιμέτωπος με προβλήματα που προέρχονται από τη φρουρά των σκηνοθετών που ανέδειξε η Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Ο μεγάλος δάσκαλος απέτυχε στις προσπάθειες σπερματέγχυσης ενός καινούργιου και δυναμικού κινηματογράφου, στα πρότυπα του σπουδαίου Σοβιετικού προγόνου του. Γνωστός καθώς ήταν και για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις, προτίμησε να παραιτηθεί από τη θέση του, δυο χρόνια αργότερα...
Πηγή: Ριζοσπάστης (Πέμπτη 3 Μάη 2012) https://www.rizospastis.gr/story.do?id=6830869
Ο κριτικός κινηματογράφου Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος γράφει για το παραγνωρισμένο αριστούργημα του Έλεμ Κλίμοφ:
«Όπως ο Κόπολα ποίησε ποίηση μέσα από τη βαρβαρότητα, ο Μάλικ εφάρμοσε Μότσαρτ στη στιχουργική των τοπίων του, και ο Αϊζενστάιν έμπλεξε το φιλμ στα γρανάζια της προπαγάνδας, έτσι και ο Έλεμ Κλίμοφ περιγράφει το saga της ανεξάντλητης κτηνωδίας των Ναζί μέσα από καταπληκτικές ρεαλιστικές συνθέσεις, χωρίς να σκηνοθετεί μια ανιαρά ρεαλιστική αντιπολεμική ταινία. Οι εικόνες του είναι αξέχαστες, οι αλλαγές στο mood της ταινίας αμέτρητες, και η οδύσσεια του παιδιού στο αφανισμένο τοπίο μια συλλογική μαρτυρία ολόκληρη και μαζί μια ταινία που αποτέλεσε την αιχμή χωρίς συνέχεια της αναγέννησης του ασαφούς, ορμητικού μετασοβιετικού κινηματογράφου της περεστρόικα. Το "Ρέκβιεμ για μια Σφαγή", όπως τιτλοφορείται στα γαλλικά, είναι μεγάλη ταινία, εφάμιλλη των καλύτερων του είδους».
Πηγή: Lifo https://www.lifo.gr/guide/cinema/ela-na-dis
Ο κριτικός κινηματογράφου Ηλίας Δημόπουλος γράφει για το μνημειώδες έργο του Κλίμοφ:
«Υπάρχει σινεμά που συστηματικά αποδρά της επιπόλαιης περιγραφής του, σινεμά που ακόμα και η οξύτερη γραφή αδυνατεί από φύσεως να μεταβολίσει την φυσική αντίδραση που προκαλεί. Το «Έλα να Δεις» είναι τέτοιο σινεμά. «Ο Γιος του Σαούλ» είναι πνευματικό του παιδί - και δεν καλύπτει πάνω από δυο μέτρα γης που το «Έλα να Δεις» επιβλέπει στο σχεδόν υπερφυσικό (ψυχολογικό, υπαρξιακό, ιστορικό, καθαρά σωματικό) της σύνολο. Φήμες λένε πως το «1917» του Σαμ Μέντες επιχειρεί σε ανάλογα εδάφη, επηρεασμένο κι αυτό από το έργο του Κλίμοφ. Αναμένουμε.
Για την ώρα μένουμε εδώ, σ' αυτό το ογκολιθικό αντιπολεμικό έργο, το λατρευτικά υποστηριζόμενο από τους θεατές του αλλά και το δυστυχώς λιγότερο παλλαϊκά διαδεδομένο απ' όσο προφανέστατα θα έπρεπε να είναι. Ένα έργο που περιγράφει, όπως μόνο ο κινηματογράφος δύναται, την φρίκη και την κτηνωδία του Πολέμου. Με την υποκειμενική κάμερα, τον εφιαλτικό ήχο, τον από εδώ και μόνο θρυλικό για την όψη του σινεμά Αλεξέι Κραβτσένκο, ο Κλίμοφ απεικόνισε το μετα-ανθρώπινο το πολέμου, την αφύσικη αγωνία, τον υπέρμετρο τρόμο, το τέλος του ανθρώπου, να μην το πολυλογούμε.
Αυτό είναι σινεμά χωρίς δίχτυ ασφαλείας, ουσιαστικά επικίνδυνο (φήμες περιγράφουν καταρρεύσεις θεατών εκείνη την εποχή, άλλοι λένε πως ασπρίσαν τα μαλλιά του 15χρονου Κραβτσένκο μ' αυτά που έβλεπε), σινεμά που βέβαια τρέλανε τις σοβιετικές αρχές, που έκαναν οκτώ (8) χρόνια να εγκρίνουν το σενάριο. Σήμερα, στην αποευαισθητοποιημένη εποχή μας, μπορεί να φανούν υπερβολικές οι φήμες που το συνοδεύουν. Από ανθρώπους που διαγωνίζονται σε αντοχές αναισθησίας, μάλλον. Κι έτσι όμως το «Έλα να Δεις» θα αποδεικνύεται τρανότερο γιατί σ' ένα άλλο επίπεδο αυτή την οδυνηρή απώλεια της ευαισθησίας πραγματεύεται».
Πηγή: Cinemamagazine https://www.cinemagazine.gr/nea/arthro/come_and_see_restoration_at_theatres-131010954/
Βύρωνας, η πόλη μας
14 Νοεμβρίου 2024