Στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου του Δήμου Βύρωνα το οποίο πραγματοποιείται από τις 27/1/2020 έως τις 18/3/2020, θα παρουσιαστεί από τη Θεατρική Ομάδα Εκπαιδευτικών Δήμου Βύρωνα το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020, στον Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία» (Ν. Ελβετίας 34 & Σεβαστείας) και ώρα 20.00. Η είσοδος είναι ελεύθερη.
Κοινωνική προσφορά
Συγκεντρώνονται
τρόφιμα μακράς διάρκειας για την ενίσχυση του Δικτύου Αλληλεγγύης κατά
την διάρκεια της παράστασης στον Δημοτικό Κινηματογράφο «Νέα Ελβετία».
Ίσως το πιο γνωστό θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν συναντιούνται κοντά σε ένα δέντρο. Ο Πότζο πηγαίνει στην αγορά να πουλήσει τον Λάκι, που είναι δούλος του. Οι ώρες περνούν. Είναι ατέλειωτες. Οι ήρωές μας είναι αναγκασμένοι να τις σκοτώνουν με διάφορα καμώματα. Κάποιες φορές για να βρουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Κάποιες άλλες για να μη χάσουν τα λογικά τους. Ένα όμως είναι ξεκάθαρο. Μέσα στην απέραντη σύγχυση περιμένουν τον Γκοντό ή το σκοτάδι. Ποιος όμως είναι ο Γκοντό; Πότε θα έρθει;
Σημείωση blog: [Το να ρωτήσουμε ποιος ή τι είναι ο αναμενόμενος Γκοντό δεν έχει κανένα νόημα. Ο Γκοντό δεν είναι τίποτα άλλο από το όνομα του γεγονότος ότι η ζωή που συνεχίζεται άσκοπα παρερμηνεύει την παρουσία της σαν "αναμονή" ή "περιμένοντας κάτι". Η θετική στάση των δύο προσώπων, του Εστραγκόν και του Βλαδίμηρου, αποτελεί, τελικά, μια διπλή άρνηση: πρόκειται για την ανικανότητα να αναγνωρίσουν τη δίχως νόημα θέση τους. Μάλιστα, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος έχει πει πως δεν τον ενδιαφέρει τόσο ο Γκοντό, όσο το "Περιμένοντας". (Gunther Anders) / ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ]
Σκηνοθεσία: Χάρης Αρώνης
Απόδοση - Διασκευή: Χάρης Αρώνης, Γιώργος Γιώτης
Φωτογραφίες: Έβελυν Κλάριτς
Μουσική επιμέλεια: Tatiana Yuferova
Φωτισμοί: Πάρης Γεωργούλας
Διανομή (κατά σειρά εμφάνισης)
Εστραγκόν: Γιάννης Ζαφειρόπουλος
Βλαδίμηρος: Γιώργος Γιώτης
Πότζο: Χριστίνα Σκοπλάκη
Λάκι: Έβελυν Κλάριτς
Παιδί: Μαρία Κανέλλου
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Δήμου, δείτε ΕΔΩ.
"Περιμένοντας τον Γκοντό": Μια φαινομενολογική ανάγνωση
Γράφει η Τόνια Τσαμούρη // *
Ο Βλαντιμίρ (Ντίντι) και ο Εστραγκόν (Γκόγκο), ρακένδυτοι στη μέση του πουθενά περιμένουν κάποιον Γκοντό να τους σώσει. Δεν είναι μόνοι τους, κάποιο αντίστοιχο δίδυμο σε ένα παράλληλο σύμπαν πράττει αναλόγως. Πεινούν, στρουθοκαμηλίζουν, ματαιοπονούν, αναγνωρίζουν την αδικία όταν συναντούν τον Πότζο και τον δούλο του Λάκι, όμως απαθώς σχεδόν δεν αντιδρούν καθόλου. Πόσο να ανακατευτούν πια σε κάτι που δεν τους αφορά; Η λύση για όλα είναι ο Γκοντό.
Ο Μπέκετ προφανώς και καταπιάνεται μεταξύ άλλων με το «χάρισμά» μας να βαλτώνουμε στην όποια καθημερινότητα, να νίπτουμε τας χείρας μας για ό,τι μας συμβαίνει και να μην παίρνουμε την πρωτοβουλία να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, ακόμα κι αν οι μοναδικοί υπαίτιοί τους είμαστε εμείς. Ένα αόρατο μαγικό χέρι θα σώσει τους ήρωες από αυτήν την κατάσταση που έχει ριζώσει όσο και το δέντρο γύρω από το οποίο τον περιμένουν καρτερικά. Παρόλο που ο Μπέκετ έχει διαψεύσει το ενδεχόμενο το όνομα Γκοντό να προέρχεται από το God (αγγλιστί θεός) και την κατάληξη -ot που έχουν αρκετά γαλλικά ονόματα, η αλήθεια είναι πως δεν πείθει ιδιαίτερα ότι δεν υπάρχει συσχετισμός.
Ο Σάμιουελ Μπέκετ έγραψε το "Περιμένοντας τον Γκοντό" αρχικά στα Γαλλικά, γιατί "στα Γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος" (Έσσλιν, 119), καθώς δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Το έργο γράφτηκε στο διάστημα από τον Οκτώβριο του 1948 έως και τον Ιανουάριο του 1949.
Η υπόθεση του έργου είναι απλή και βασίζεται σε μια δραματουργική συνθήκη που στο θέατρο προϋπήρχε επί χρόνια: συγκεκριμένα, δυο πρόσωπα εμφανίζονται επί σκηνής περιμένοντας κάποιον ή κάτι. Εν προκειμένω, στο έργο του Μπέκετ εμφανίζονται δυο άνδρες (ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν ή αλλιώς ο Ντιντί και ο Γκογκό) που περιμένουν κάποιον, ονόματι Γκοντό. Στα περισσότερα ανάλογα έργα, όπου δηλαδή υπάρχει αναμονή για τους θεατρικούς ήρωες, στο τέλος κάποιος εμφανίζεται ή κάτι γίνεται με αποτέλεσμα να υπάρχει μια εξέλιξη ή μια ανατροπή στην υπόθεση. Αντιθέτως, στο έργο του Μπέκετ στο τέλος δεν συμβαίνει κάτι, ούτε εμφανίζεται κάποιος. Ή μάλλον για να ακριβολογήσω, δεν εμφανίζεται κάποιος με το όνομα Γκοντό. Επίσης όμως δεν συμβαίνει κάποια ανατροπή, ούτε υπάρχει κάποια εξέλιξη. Ή μάλλον δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη που θα περίμεναν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν. Γιατί αντιθέτως, ενόσω ο Ντιντί και ο Γκογκό περιμένουν τον Γκοντό, εμφανίζονται δυο άλλοι άνδρες (ο Πότζο και ο Λάκι) που φεύγουν και αργότερα ξαναεμφανίζονται. Επίσης, στο τέλος της Πρώτης Πράξης έρχεται ένα μικρό Αγόρι, που φεύγει αλλά θα ξαναέρθει λίγο αργότερα. Συνεπώς, το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο στο οποίο υπάρχει εξέλιξη. Δεν πρόκειται όμως για την εξέλιξη που μας έχει προετοιμάσει δραματουργικά το έργο, δηλαδή για την εμφάνιση του Γκοντό.
Το ακατανόητο συνεπώς, για την εποχή του, θέμα και τέλος του έργου οδήγησε θεωρητικούς και πρακτικούς του θεάτρου στην προσπάθεια κατανόησης του κειμένου. Ως συνέπεια, προέκυψαν ποικίλες αναλύσεις και αναγνώσεις του έργου. Ενδεικτικά, θα αναφερθώ σε κάποιες από αυτές, όπως όσες προσπάθησαν να βρουν βιογραφικές παραλληλίες με το κείμενο του Μπέκετ. Συγκεκριμένα, κάποιες αναλύσεις συνέδεσαν τους δύο πρωταγωνιστές με την Ιρλανδική καταγωγή του συγγραφέα. Έτσι, θεώρησαν ότι ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν κατάγονται από τους Ιρλανδούς πένητες και αλήτες (tramps) του μεσοπολέμου και των αρχών του 20ού αιώνα. Υπήρξαν επίσης αναλύσεις που συνδέουν το έργο με τον αντισημιτισμό, καθώς μάλιστα σε μια από τις πρώτες γραφές του κειμένου είχε δοθεί στον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών το όνομα Λεβί. Άλλες πάλι προσεγγίσεις συνδέουν το έργο με φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες εστιάζοντας τόσο στο λογοπαίγνιο της λέξης God-ot, όσο και σε αναφορές μέσα στο κείμενο (π.χ. υπάρχουν αναφορές στους δύο κλέφτες που κρεμάστηκαν μαζί με τον Σωτήρα τους, στη Βίβλο, στον Θεό, στους Ευαγγελιστές, στον Αδάμ κα).
Όταν ωστόσο ρωτήθηκε ο Μπέκετ τί ήταν ο Γκοντό ή τι ήθελε να πει, απάντησε ότι "Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο" (Έσσλιν, 123). Σύμφωνα με τον επίσημο βιογράφο του, James Knowlson, ο Μπέκετ παραδέχτηκε ότι ως πρώτη έμπνευση για το Περιμένοντας τον Γκοντό υπήρξε μια εικόνα που είχε στο μυαλό του από έναν πίνακα του Γερμανού Ρομαντικού ζωγράφου Caspar David Friedrich, με τίτλο “Man and Woman Observing the Moon”.
Στον πίνακα αυτό, απεικονίζονται δυο φιγούρες στη μέση του πουθενά, δίπλα σε ένα γέρικο και ξερό δέντρο να παρατηρούν το φεγγάρι. Ωστόσο, πέραν του πρώτου αυτού οπτικού ερεθίσματος που λειτούργησε ως σημείο εκκίνησης, το Περιμένοντας τον Γκοντό εμπεριέχει τα διαβάσματα, τα ακούσματα και τις εμπειρίες του συγγραφέα. Μια τέτοια εμπειρία που σίγουρα σημάδεψε τον Μπέκετ ήταν ο Παγκόσμιος Πόλεμος που βίωσε και κατά τη διάρκεια του οποίου βρέθηκε στη Γαλλική Αντίσταση. Την ίδια περίοδο επίσης αντιμετώπιζε την ασθένεια της μητέρας του, Μέι, γεγονός που του δημιουργούσε έντονα συναισθήματα. Με τη μητέρα του είχε μια πολύ ιδιόρρυθμη, αλλά και εξαιρετικά στενή σχέση (η Μέι Μπέκετ πέθανε τον Αύγουστο του 1950), ενώ ο θάνατός της βύθισε τον συγγραφέα σε κατάθλιψη.
Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο που περικλείει το χρόνο και αγκαλιάζει τη σιωπή. Στο έργο αυτό, οι ήρωες προσπαθούν να ροκανίσουν το χρόνο μέχρι να ξεκινήσει αυτό που πιστεύουν ότι είναι η αληθινή τους ζωή και πιστεύουν ότι θα σηματοδοτηθεί με την έλευση του Γκοντό. Προκειμένου μάλιστα να ξεφύγουν από αυτή την επίπονη ψυχολογικά, ενίοτε και σωματικά, αναμονή εφευρίσκουν διάφορους τρόπους για να ψυχαγωγηθούν. Έτσι, τους συναντούμε να βάζουν και να βγάζουν τα παπούτσια τους, να μασουλούν καρότα και γογγύλια, να αλλάζουν καπέλα, μέχρι και να αποπειρώνται, ανεπιτυχώς, να κρεμαστούν. Επιδίδονται δηλαδή σε μια σειρά από πράξεις που θυμίζουν μιούζικ-χωλ ή ακόμα και τσίρκο:
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Σαν να είμαστε στο θέατρο.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Στο τσίρκο
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Στο μιούζικ-χωλ
Ωστόσο, φέρουν μαζί τους, ταυτόχρονα, την ενθουσιώδη χαρά και την απέλπιδα λύπη που χαρακτηρίζουν αυτά τα είδη "διασκέδασης". Γιατί όταν οι ήρωες συνειδητοποιούν, με θλίψη και απελπισία, ότι και πάλι δεν έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για ό,τι (νομίζουν ότι) περιμένουν, αποφασίζουν απλώς να σιωπήσουν. Προσπαθούν μέχρι και να αποχωριστούν ο ένας από τον άλλον, με την ελπίδα ότι κάτι ίσως να αλλάξει.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: (ψυχρά) Έρχονται στιγμές που αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερα να χωρίσουμε.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Δε θα πήγαινες και πολύ πέρα.
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Κακό αυτό. (Παύση). Έτσι δεν είναι, Ντιντί, πάρα πολύ κακό; (Παύση). Αφού είναι τόσο ωραίος ο δρόμος. (Παύση). Και η καλοσύνη των περαστικών (Παύση. Χαδιάρικα). Έτσι δεν είναι Ντιντί;
Αναγκάζονται όμως να επιστρέψουν και πάλι στην κοινή τους μοίρα, καθώς καταλαβαίνουν ότι δε μπορούν να την καταλύσουν προκειμένου να γλιτώσουν από την κλειστοφοβική κατάσταση της κοινής αναμονής τους.
Ο χρόνος στο έργο, όπως άλλωστε και ο τόπος, είναι ασαφής. Μοιάζει να μην έχει σημασία πόσο χρονών είναι οι ήρωες, πόσο καιρό περιμένουν στη μέση του πουθενά ή τι μέρα είναι. Ωστόσο, ο χρόνος είναι υπαρκτός, όπως έρχεται να επισημάνει και το δέντρο (το μοναδικό επί σκηνής αντικείμενο), το οποίο στη Δεύτερη Πράξη έχει βγάλει φύλλα, σημάδι άνθησης και χρονικής εξέλιξης. Άλλωστε, σύμφωνα με τη θεωρία της φαινομενολογίας, "όλες οι εμπειρίες μας […] τοποθετούνται με όρους του πριν και του μετά" (Merleau-Ponty, 476). Επιπλέον, ο χρόνος αποτελεί αντικειμενική επιβεβαίωση της φθαρτότητας του ανθρώπου. Γιατί μπορεί οι δύο πρωταγωνιστές να μπερδεύουν το σήμερα με το χθες, να μην μπορούν να πουν με βεβαιότητα αν είναι εφτά ή οκτώ η ώρα, αλλά τελικά, όπως ομολογούν και οι ίδιοι ο χρόνος παίζει ρόλο και μάλιστα σημαντικό ακόμα και για αυτούς.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Δεν είμαστε πια μόνοι, περιμένοντας να νυχτώσει. Περιμένοντας τον Γκοντό, περιμένοντας-περιμένοντας. Όλο το απόγευμα παλεύαμε μόνοι μας, αβοήθητοι. Τώρα πάει, τελείωσε. Ήρθε καινούρια μέρα. […] Τώρα ο χρόνος κυλά διαφορετικά. Ο ήλιος θα δύσει, θα βγει το φεγγάρι κι εμείς θα φύγουμε από δω.
Το ότι ο χρόνος κυλάει είναι μια ένδειξη εξέλιξης, αποδεικνύει ότι κάτι συμβαίνει, θα έπρεπε να δίνει μια ελπίδα στους δυο ήρωες ότι δε βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα ραντεβού που δείχνει να μην υφίσταται με κάποιον (τον Γκοντό) που μπορεί και να μην υπάρχει. Η παρουσία του χρόνου στο έργο υπογραμμίζει την αλλαγή, αλλά και την ανθρώπινη παροδικότητα ταυτόχρονα. Άλλωστε, ο χρόνος υπάρχει για τον καθέναν από εμάς ως προσωπικός και πεπερασμένος, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να υπάρχει αέναα στο σύμπαν ερήμην μας. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν εμφανίζονται απελπισμένοι, όχι λόγω της παροδικότητας τους στο διηνεκές, αλλά επειδή δεν εμφανίζεται ποτέ κανείς. Τη στιγμή εκείνη όμως εμφανίζονται ο Λάκι και ο Πότζο τους οποίους βλέπουν για πρώτη φορά. Ή μήπως τους έχουν ξαναδεί; Και αν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν έχουν ξαναδεί αυτούς τους δύο άνδρες την προηγούμενη μέρα, πώς γίνεται και δεν τους θυμούνται ο Πότζο και ο Λάκι; Αλλά και πάλι, οι πρωταγωνιστές θυμούνται διαφορετικό αυτό το αλλόκοτο δίδυμο το οποίο έχει πλέον αλλάξει. Άρα, η παρουσία των Πότζο και Λάκι είναι μια ακόμα αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ο χρόνος έχει σίγουρα περάσει και ότι υπάρχει εξέλιξη. Όχι όμως αυτή που περιμένουν οι Ντιντί και Γκογκό.
Αν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, όλα τα πράγματα δείχνουν ίδια και αυτοί είναι ακίνητοι, ο Πότζο και ο Λάκι είναι το ακριβώς αντίθετό τους: είναι απολύτως γήινοι, αλλάζουν εντελώς οι ίδιοι, ενώ μεταβάλλεται επίσης ο χώρος και ο χρόνος που καταλαμβάνουν. Επιπλέον, αντιπροσωπεύουν τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχουν δηλαδή για να αποδεικνύουν το διαχωρισμό της διάνοιας από τη ζωώδη φύση του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, την πρώτη φορά που εμφανίζονται επί σκηνής, ο Πότζο έχει δεμένο σαν ζώο τον Λάκι από το λαιμό και τον σέρνει. Ο Λάκι δε μιλάει και δεν κουνιέται αν δεν του το πει ο Πότζο, ο οποίος είναι ένα ιδιόρρυθμο αφεντικό. Προστάζει τον συνοδοιπόρο του για όλα, ακόμα και για να σκεφτεί. Και τότε ο Λάκι μιλάει για μοναδική φορά με ένα χειμαρρώδη τρόπο, καθώς τα λόγια του διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς ειρμό, αρχή και τέλος. Μοιάζει με κασετόφωνο, το οποίο ξεκινάει μόλις κάποιος του βγάζει το καπέλο και τελειώνει μόλις κάποιος του το ξαναφορέσει.
ΠΟΤΖΟ: … (Παίρνει το καπέλο από τα χέρια του Βλαντιμίρ, το πετάει χάμω και το ποδοπατεί.) Έτσι δε θα ξανασκεφτεί ποτέ πια!
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Και πώς θα προσανατολίζεται;
ΠΟΤΖΟ: Θα τον οδηγώ εγώ! (Κλωτσάει τον Λάκι). Όρθιος! Γουρούνι! (σ. 52)
Τη δεύτερη φορά όμως που βλέπουμε αυτό το περίεργο δίδυμο είναι όλα αλλαγμένα: ο Πότζο δε βλέπει και ο Λάκι, παρόλο που είναι ακόμα δεμένος με λουρί από το λαιμό, είναι αυτός που καθοδηγεί. Βουβός βέβαια και πάλι ο Λάκι, αλλά αυτή τη φορά ο Πότζο τον έχει απόλυτη ανάγκη προκειμένου να μπορεί να υπάρχει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τυφλότητα του Πότζο είναι δείγμα εξέλιξης, δείγμα γήρατος, απόδειξη ότι κυλάει ο χρόνος. Ενδεχομένως βέβαια να είναι και δείγμα της χρόνιας αλαζονείας του Πότζο, με αποτέλεσμα η σωματική τυφλότητα να είναι συνέπεια της.
Και ενώ ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν βρίσκονται μαζί με τον Πότζο και τον Λάκι, ο Εστραγκόν λέει: "Τίποτα δε γίνεται, κανείς δεν έρχεται, κανείς δε φεύγει, είναι φοβερό" (σ. 48), γεγονός που ομολογουμένως εκπλήσσει: ο Γκόγκο, όπως και ο Ντιντί νιώθουν ότι βρίσκονται σε μια διαρκή αναμονή, χωρίς να δύνανται να αναγνωρίσουν τα σημάδια της εξέλιξης και της αλλαγής. Έτσι, η αναμονή των δύο πρωταγωνιστών επιτείνεται λίγο αργότερα από την εμφάνιση του Αγοριού, στο τέλος της Πρώτης Πράξης, το οποίο έρχεται για να ενημερώσει ότι ο κύριος Γκοντό δε θα έρθει ακόμα. Αρχικά τον ρωτάει ο Εστραγκόν για τον Γκοντό «Γιατί άργησε τόσο πολύ;» (57), ενώ στη συνέχεια,
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Δεν ήρθες και χτες;
ΑΓΟΡΙ: Όχι κύριε
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Έρχεσαι για πρώτη φορά;
ΑΓΟΡΙ: Μάλιστα κύριε
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Έτσι λένε όλοι. (59)
Στο τέλος της Δεύτερης Πράξης το Αγόρι ξαναεμφανίζεται και γινόμαστε και εμείς οι αναγνώστες-θεατές, μάρτυρες της εξέλιξης του χρόνου. Άλλωστε, ο χρόνος είναι ο πιο αδιάσειστος μάρτυρας της ύπαρξης και του τέλους μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και η μοναδική διάσταση την οποία ο άνθρωπος δε μπορεί να ελέγξει, παρά μόνον με τη μνήμη. Έτσι, όταν ο Βλαντιμίρ συναντάει και πάλι το αγόρι, θυμόμαστε πλέον και εμείς, ότι αυτοί οι δύο, παρά τις διαβεβαιώσεις του μικρού παιδιού, έχουν ξανασυναντηθεί. Άρα, ο χρόνος έχει σίγουρα περάσει, καθώς αυτή η στιχομυθία έχει επαναληφθεί.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Εσύ δεν ήρθες και χτες;
ΑΓΟΡΙ: Όχι κύριε
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Πρώτη φορά έρχεσαι;
ΑΓΟΡΙ: Μάλιστα κύριε (103)
Μερίδα των θεωρητικών έγραψε για το Περιμένοντας τον Γκοντό ότι είναι το έργο όπου τίποτα δε συμβαίνει δεύτερη φορά. Πρόκειται για μια άποψη που με βρίσκει σύμφωνη, καθώς ο χρόνος, σαν τη στιχομυθία που προηγήθηκε, ή σαν ο,τιδήποτε στη ζωή δεν επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Στη ζωή, όπως και στο Περιμένοντας τον Γκοντό κάτι απειροελάχιστα μικρό ή ασήμαντο ή λίγο είναι αρκετό προκειμένου να αλλάξει τη συνολική εικόνα. Αυτή άλλωστε η συνθήκη είναι και η αρχή του θεάτρου: ποτέ μια παράσταση δεν είναι ίδια με καμία άλλη. Ο Μπέκετ επομένως, δημιούργησε ένα έργο το οποίο, σαν γνήσιο τέκνο της ζωής και του θεάτρου, ακολουθεί την αρχή που τα διέπει: ότι δηλαδή δεν υπάρχει επαναληψιμότητα.
Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα κείμενο για το χρόνο, το πέρασμά του και τις απώλειες. Ενώ οι δυο ήρωες περιμένουν κάτι που θεωρούν ότι θα αποτελέσει την έναρξη της ζωής τους, κάτι που δεν το ξέρουν, ούτε είναι σίγουροι ότι το θέλουν, αφήνουν το χρόνο να περνάει και μάλιστα προσπαθούν να τον κάνουν να περάσει όσο πιο γρήγορα και, θεωρητικά, ανώδυνα για αυτούς γίνεται. Συχνά, μένοντας απλώς ακίνητοι και αδρανείς. Μήπως όμως έτσι απλώς αφήνουν τη ζωή τους να περάσει, ενώ η κλεψύδρα του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσης τους ήδη μετράει ανάποδα;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Έτσι λένε όλοι;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Αν χωρίζαμε; Ίσως είναι καλύτερα.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Θα κρεμαστούμε αύριο. (Παύση) Εκτός κι αν έρθει αύριο ο Γκοντό;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Κι αν έρθει;
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Σωθήκαμε.
[…]
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: Λοιπόν, φεύγουμε;
ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Πάμε (Μένουν ακίνητοι). (σ. 106)
* Η Τόνια Τσαμούρη είναι Θεατρολόγος, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας ΑΠΘ
Αναδημοσίευση από εδώ: